United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οργίλοι επέστησαν την προσοχήν Του εις τας κραυγάς των παίδων εν ταις αυλαίς του Ναού λέγοντες, «Ακούεις τι ούτοι λέγουσινΑλλ' ο Ιησούς απήντησεν: «Ουδέποτε, ανέγνωτε, Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτήσω αίνονΝα ενθυμήθησαν τάχα, οι άνομοι, την συνέχειαν του στίχου, «ένεκα των εχθρών Σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν

Το αποδεικνύει η Λάκαινα, η κόρη του στρατηλάτου Μενελάου, η οποία έφερε την φωτιάν εις μίαν οικογένειαν, γίνεται δε αιτία να φονευθή τώρα η δυστυχισμένη κόρη της Τροίας μαζί με το παιδί της. Άθεοι, άνομοι, εναντίον της φύσεως είναι ο φθόνος. Συ δε, ω δέσποινα, θα μετανοήσεις κάποτε δι' όσα κάμνεις τώρα.

Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη, Περνάουν απ' έμπροσθέν μου Των ψυχών η χιλιάδες· Τα χέρια των ακόμα Στάζουσιν αίμα. Άνομοι, τον Σταυρόν Εχθρόν επήραν· και άγγελος Τους οδηγεί· εις το πρόσωπο Του λάμπει η καταδίκη, Ρομφαίατο χέρι Ιδού ανά δεκάδας, Πετάουν και των Ελλήνων Τα πνεύματα ελαφρά· Αστράπτουν ως η ακτίνες Του πρώτου ηλίου.

Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει.

« Τέλος με βγάζουν, μ' οδηγούν » Μεςτα πατριαρχεία. » Με φέρνουνε στη μεσανή » Τη θύρα που μεγάλη » Τριχιά κρεμώντανε. Μ' αυτή » Μου δέσαν το κεφάλι » Απ' το λαιμό. Και η ψυχή » Μου πέταξεν αγίαΤο λόγο δεν απόσωσε. Απ' το πλευρό του τότε Σηκώθηκε της πόλεως Τ' Αδριανού ο ήρως, . Και λέγει «Μήπως κ' εις εμέ » Δεν έπεσε ο κλήρος » Κρεμάλας; Δεν μ' εκρέμασαν » Άνομοι στρατιώται

Εγώ τους είδα υστερώτερα από ολίγον, τον ένα ύστερα από τον άλλον, και ήλθαν εις την αυλήν που ήμουν, και απέρασαν από εμπροστά μου, καμωνόμενοι πως δεν με γνωρίζουν. Ω άνομοι, τότε τους είπα· ο Ουρανός έκαμεν ανωφελή την κακήν σας βουλήν· ζω ακόμη διά αισχύνην της βαρβαρότητός σας· επιστρέψατέ μου τα διαμαντικά μου ευθύς, επειδή δεν θέλω να είμαι πλέον εις συντροφιάν τέτοιων παρανόμων.

Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους.

Εις αυτό δε το αναμεταξύ ιδού και έρχεται και η Τζελίκα διά προσταγής του βασιλέως έμπροσθέν του, η οποία ήτον συντροφιασμένη με την Καλεκάρην και τον Καμπούρ. Αχ, κακότροποι και άνομοι, εφώναξεν ο βασιλεύς· μη καρτερήτε μήτε ο ένας, μήτε ο άλλος από εμένα καμμίαν συμπάθειαν, που ετολμήσατε να μου κάμετε αυτήν την ατιμίαν.

Ο Κατής ακούοντας τέτοιες μαρτυρίες, άνοιξε τα μάτια του, και ευθύς έστειλε μερικούς τζοχανταρέους του διά να εύρουν εκείνους τους πραγματευτάδες· μα εστάθη ματαίως η ζήτησίς του· επειδή και οι άνομοι ωσάν είδαν που ο Κατής με εφυλάκωσε, φοβούμενοι διά να μη φανερωθούν ψεύται, εμβήκαν εις ένα καράβι εκείνην ημέραν και εμίσευσαν με καλόν αέρα.