Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση, που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση; Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τη Δήμητρα! τα είπες,—ούτε δάσκαλος που νάσουν! Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση από το πολύ μεθύσι, ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη, για το πρόστιμο πού θαύρη; Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!

Και αν μη κανείς το ταχύτερον ως χρέος αποδώση το ζην, ωσάν τοκογλύφος η φύσις παρουσιασθείσα, λαμβάνει ως ενέχυρον άλλου μεν την όρασιν, άλλου δε την ακοήν, πολλάκις δε και τα δύο. Και αν κανείς επιμείνη, παραλύει, βλάπτεται, εξαρθρούται. Αλλ' οι πολλοί ένεκα του γήρατος παρακμάζουσι και κατά τον νουν και κατά την παροιμίαν οι γέροντες γίνονται παλίμπαιδες.

Δεν βλέπεις ότι είναι ένας γαμπριάτικος σκούφος;» «Μου είναι στενός.» «Επειδή είναι καινούργιος, άνθρωπέ μου, παρ’ τον. Εννιά πέζα∙ τζάμπα είναι.» Ο Έφις τον έβγαλε και τον χάιδεψε σκεφτικός. Στο τέλος έβαλε πάνω στον πάγκο το νόμισμα που του έδωσε η τοκογλύφος. Ο ντον Πρέντου έσκυψε να κοιτάξει από την πόρτα.

Η οργή του Έφις τάραξε την ηρεμία του τόπου. «Πες μου αμέσως πώς πάνε τα πράγματα με τον ντον Τζατσίντο.» Η τοκογλύφος ανασήκωσε τα άτριχα φρύδια της και τον κοίταξε ήρεμα. «Εκείνος σε στέλνει;» «Ο δήμιος που θα σε κρεμάσει με στέλνει! Μίλα, και γρήγορα μάλιστα

Ήταν μια Πέμπτη βράδυ και η τοκογλύφος δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, της γυναίκας της Πέμπτης, που εμφανίζεται σε όσες γνέθουν το βράδυ και μπορεί να τις βλάψει.

Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.

Έτσι θα γίνουν οχτώ, και τον Ιούλιο, μα την αλήθεια, θα σου τα επιστρέψω μέχρι την τελευταία δεκάρα…..» Η τοκογλύφος δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε για πολλή ώρα από πάνω μέχρι κάτω, σήκωσε το χέρι και τον μούντζωσε.

Για τον Τζατσίντο μίλησε συγκινημένη η τοκογλύφος. «Τι καταδεχτικό παλικάρι! Είναι λιγομίλητος, αλλά καλός σαν το μέλι. Διασκεδάζει σαν παιδάκι και έρχεται εδώ για να φάει το κριθαρένιο ψωμί μου. Νατος που έρχεται με την Γκριζέντα από τη βρύση

Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.

Πλην το θλιβερώτερον είνε ότι ο δανειστής σκληρός τοκογλύφος, τοκίζων 18 τοις % και μετατρέπων κατ' έτος τους τόκους, εις κεφάλαιον, δεν υπεχώρει εις το παραμικρόν· και προς εξόφλησιν κατέσχε και τους δύο ελαιώνας του ατυχούς Μπάρμπα-Δήμα, όστις ούτως απέθανε μετ' ολίγον πάμπτωχος, αφού εθρήνησε τας τελευταίας ημέρας του και τον μονογενή υιόν του, ένα ωραιότατον έφηβον, όστις θα ήτο ήδη η αχώριστος βακτηρία της γραίας.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν