United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμαθον ότι ο στρατός όλος, παραιτήσας πλέον τας βαρείας καραμπίνας του Μινιέ, εφωδιάσθη δι' αυτού, κατασταθείς μάλλον αξιομάχητος. Από τους ιδίους ληστάς, οσάκις εξένιζον αυτούς εις το χωρίον των είτε εις τα ποιμνιοστάσιά των, ήκουον οι χωρικοί την θραύσιν την οποίαν επέφερε τούτο εις τας τάξεις των· πώς εκαλύπτοντο αίφνης από χάλαζαν σφαιρών πριν ακόμη προφθάσουν ούτοι να γεμίσουν τα ιδικά των.

Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ. Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .

Κανείς αυτό δεν τόξερε• μα τη στιγμή εκείνη που το παιδί ηθέλησε να πιή μαζύ με άλλους, είπε μια λέξι απαίσια από τους δούλους κάποιος• με το να έχη το παιδί ανατραφή ως τώρα μέσα σε μάντεις δυνατούς, τώβρε κακό σημάδι, κι' άλλο ποτήρι επρόσταξε ευθύς να του γεμίσουν, ενώ το άλλο το κρασί το έχυσε στο χώμα, το ίδιο πράμα λέγοντας να κάμουνε κ' οι άλλοι.

Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.

Δεν βλέπεις πως η μουσική σου είναι σαν τον άνεμο; Έδιωξε όλον τον κόσμο.» «Περίμενε να γεμίσουν τ’ ασκιά και θα δεις!», είπε η τοκογλύφος, βγαίνοντας στο πορτάκι δεξιά από τις κυρίες Πιντόρ και καθαρίζοντας τα δόντια με το νύχι της. Και εκείνη είχε τελειώσει το δείπνο και για να μην χάνει τον καιρό της άρχισε να γνέθει στο φως της φωτιάς.

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.

Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως: — Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.

Και όταν λοιπόν το νερόν, αφ' ού ορμήση, αποσυρθή εις τον τόπον, ο οποίος ονομάζεται κάτω, διά μέσου της γης τρέχει μέσα εις τα μέρη, τα οποία ευρίσκονται εις εκείνα τα ρεύματα και τα γεμίζει, καθώς όταν εκβάλωμεν νερόν με άντλημα· όταν δε πάλιν φύγη από εκεί και ορμήση προς τα εδώ, γεμίζει πάλιν τα εδώ· αυτά δε, αφ' ού γεμίσουν, τρέχουν διά μέσου των υπονόμων και διά μέσου της γης και, αφ' ού φθάσουν καθέν εις κάθε τόπον, εις τον οποίον διευθύνονται, κάμνουν θαλάσσας και λίμνας και ποταμούς και βρύσεις.

Πρέπει να προσέχετε και να μη τ' αφήνετε ν'ακούουν τέτοια πράγματα, τα οποία καθ' όλην την ζωήν των θα τα παρακολουθούν και θα τα ταράσσουν, θα γεμίσουν τα μυαλά των με διαφόρους δεισιδαιμονίας και θα τους κάμη να φοβούνται την σκιάν των. Καλά που μ' ενθύμισες με την δεισιδαιμονίαν που είπες.

ΦΙΛ. Ούτε επήγα, πατέρα, εις την Ολυμπίαν, διά τον φόβον των αναθεματισμένων εκείνων τους οποίους ανέφερα, διότι έβλεπα πολλούς εξ αυτών να πηγαίνουν διά να υβρίσουν τους συνερχομένους διά τους αγώνας και να γεμίσουν από θόρυβον τον οπισθόδομον του ναού με τας υλακάς των, ώστε δεν είδα και εκείνον πώς απέθανε.