Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου! — Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα. Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων. Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρυτάτους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' ΆιΝικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ήχο της.

Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.

Από τ' άλλα πλοία σιγανότερες και μακρυνότερες φωνές σάλπιγγας φτάνανε κ' αυτές ως κει. — Κάθε σάλπισμα, είπεν ο Ρένας στο σύντροφό του γραφέα, προορίζεται για ορισμένη τάξη ναυτών. Στο καράβι μας χτυπάνε πληρωμή θερμαστών, στο διπλανό τους φωνάζει η σάλπιγγα για αγγαρία.. Η ψυχολογία κάθε σαλπίσματος είναι σύμφωνη με την έννοιά του.

Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρύτατους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' Άι-Νικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ηχό της.

Εκεί βγαίνει ο ήλιος· ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος και αΐδιος — ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καϋμός αιώνων όλωνόχι κουραφέξαλα. Κύταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκιπένθος άλυτον. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας.

Οι βαρώνοι έκλαιγαν από λύπη για τον αντρείο, και ντροπή για τον εαυτό τους. «Α! Τριστάνε, έλεγαν, τολμηρέ βαρώνε, για τι να μη δεχτώ καλλίτερα εγώ αυτόν τον αγώνα; Ο θάνατός μου θάρριχνε λιγώτερο πένθος στη χώρα». Η καμπάνες χτυπάνε, και όλοι, οι βαρώνοι και οι άνθρωποι του λαού, γέροι, παιδιά, και γυναίκες, με κλάμματα και ευχές, συνοδεύουν τον Τριστάνο ως την παραλία.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν