United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

Πλην πόσα στάδια ακόμη, στάδια φόβου κι' ελπίδος, παλμών και αγρυπνιών, και της σταφίδος επιφοβωτέρων, έχει να διέλθη ο μικκύλος εκείνος καρπός, έως ου αναπτυχθή τελείως, έως ου γείνη καταπράσινος διά στούμπισμα — τ' Αηλιά στούμπα εληάέως ου γείνη ευώδης χαμάδα, έως ου μαυρίση ως της ωραίας Ματώς η γλυκεία ελήτσα, έως ου γείνη έλαιον — ω χαρά! έως ου σωθή από τους δεκατιστάς και ριφθή ευώδες και διαυγές εις της Σαραφθίας τον περιπόθητον καμψάκην!

Δεν ξεύρω γιατί ανάτειλε στον νου μου άξαφνα μια ιδέα πως η τύχη εκείνης ήταν να σωθώ εγώ· πως ο θεός ηθέλησε να μη μαραθούν παράωρα τα νιάτα της τα δροσερά, να μη δακρύσουν τα μάτια της τα ζαφειρένια, να μη μαυρίση η καρδούλα της πριν ανοίξη σαν τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνη χήρα πριν νύφη γίνη η αρφανούλα!

Αλλ' ότε εστηρίξαμεν εις την χείρα την κεφαλήν άνευ του φόβου ρομφαίας σειομένης άνωθέν της, ότε εκαθήσαμεν υπό την σκέπην ξένης θύρας, την οποίαν δεν ήτο φόβος να μαυρίση Τούρκου σκιά, και είδεν έκαστος ημών την λύπην του ζωγραφισμένην εις του γείτονός του την παρουσίαν, τότε ήρχισε να ερωτά και να μανθάνη ο είς του άλλου τα πάθη και να ερευνά περί συγγενών και φίλων απόντων.

Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιοντας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιοςκάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή.