Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Και ούτως επήγα εις τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας.
Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε. — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην.
Τέλος πάντων την ενδεκάτην ημέραν έφθασα εις ένα περιγιάλι και εκεί αιφνηδίως βλέπω ανθρώπους άσπρους ομοίους, μου που εσύναζον πιπέρι, από το οποίον ευρίσκετο πολύ εις εκείνα τα περιγιάλια, και χωρίς να φοβηθώ, ούτε να αμφιβάλλω, έλαβα θάρρος και επλησίασα εις εκείνους, οι οποίοι βλέποντές με ήλθον εις συναπάντησίν μου, και με εχαιρέτησαν Αραβικά εις την γλώσσαν μου, και με ερώτησαν πώς ευρέθηκα εκεί· εγώ ακούοντας την γλώσσαν μου εχάρην, και τους εδιηγήθην το ναυάγιόν μου, τον αξιοθρήνητον θάνατον των συντρόφων μου από τους ανθρωποφάγους και τον τρόπον με τον οποίον ηλευθερώθην.
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα 'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου, εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου; — Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει.
Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια. — Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας.
Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το να ήτο νύκτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν