United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή η ομιλία της Γαντζάδας με εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο πράγμα ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας αυτή από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν, και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά των θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν τέτοιαν απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου εφανέρωσε τον στοχασμόν της.

Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ.

Εγώ από το άλλο μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν· αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν.

Αυτή βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες.

Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον.

Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον. Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο μήνες.

Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ.

Αν αυτή η μεταλλαγή του γραπτού της Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν, αγροικούσα από το άλλο κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να στοχάζωμαι, ότι αυτή ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ κρυφίως, και ότι θα ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν εις ελπίδα τόσον χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα έλθη να μου δώση την απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς τον διέταξα.

Αυθέντη, του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο Αμπουλβάρης.