United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι μ' αυτά και μ' αυτά έχτισε ο γέρο-Σκοινάς ανώγεια και κατώγεια, κ' εσκάρωσε σκάφες, κι' αρμάτωσε άρμενα. Και θαρρώ πως θα ξέχασε να δώση και του φτωχού εργάτη τα βρεθίκια πού του έταξε. Ο Νικολός ήτον στοχαστής πολύ, και είχεν εκλέξει καλώς την ώραν.

Ο βεζύρης επήγε να δώση είδησιν της Χαλιμάς, πως την έταξε του βασιλέως· η Χαλιμά εδέχθη τούτο το χαροποιόν μήνυμα με μεγάλην αγαλλίασιν, και ευχαρίστησε τον πατέρα της πολύ· αλλά βλέποντάς τον πολύ λυπημένον του λέγει, διά να χαρή, και να μη λυπάται διότι την υπάνδρευσε με τον βασιλέα, ούτε θέλει μεταννοήσει εις τούτο, μάλιστα να είνε βέβαιος, ότι θέλει χαρή εις το επίλοιπον της ζωής του.

Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν, καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου, και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού.

Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.

Μήτε άνθρωπου δούλους δε θα μπορούσε να ιδή κανένας ν' ακούν έτσι στην προσταγή του αφέντη. Κι όλοι οι άλλοι λοιπόν εθαύμαζαν και περισσότερο η Κλεαρίστη· κι ωρκίστηκε πως τα δώρα που έταξε θα του τα δώση, επειδή ήτανε καλός γιδάρης κ' ήξερε και μουσική. Κι αφού γυρίσανε στο εξοχικό εγιωμάτιζαν κ' έστειλαν και στο Δάφνη από όσα έτρωγαν.

Έτσι λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν ογληγορότητα, και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον προφήτην διά να τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του έταξε πως δεν θέλει είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του κάμη την θέλησιν ο μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με μεγάλην ανυπομονησίαν διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν.

Το είπε της θεια Γαρουφαλιάς, κι αυτή σαν τονέ σταύρωσε το γέρο να μην το πη κανενού, και της έταξε ο γέρος πως θα μείνη κρυφό, το φύλαξε μέσα της βαθιά βαθιά σαν πετραδάκι στον πάτο της θάλασσας. Μα το πετραδάκι άρχισε να μεγαλώνη, και μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου έγινε βουνό κι ανέβηκε και πρόβαλε απόξω μεγάλο μεγάλο ίσια μ' ένα νησί! Ο Θεός μας λυπήθηκε κι άλλος δεν την άκουσε εξόν από μένα.

Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον επρόσταξε. Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά γλυκεία από εκείνο που πάντεχα.

Μου το έταξε ο θεός. — Νομίζεις ωστόσο πως θα μου φύγης γλήγορα; είπα. Ανατρίχιασα με τα λόγια μου κ' αιστάνθηκα πως λίγο έλειψε να μην μπορέσω να τα προφέρω. — Αυτό δεν το ξέρω, είπε και ξανακκούμπησε το κεφάλι απάνω μου. Ξέρω μόνο πως δε θα το κάμω ποτέ μόνη. Σώπασε και δε βρήκα και γω λόγο να της απαντήσω. Την κοίταξα. Είτανε πάλι απαράλλαχτη όπως τα ευτυχισμένα χρόνια μας.

Και τους μεν πολλούς των αόπλων και των ωπλισμένων έταξε προς το μέρος της ηπείρου επί όλων των ισχυρών και ασφαλών μερών, διατάξας αυτούς ν' απωθήσουν το πεζικόν, εάν επήρχετο κατ' αυτών· αυτός δε εκλέξας εξ όλων εξήκοντα οπλίτας και ολίγους τοξότας εχώρει έξω του τείχους προς την θάλασσαν, εις το μέρος, όπου υπέθετεν ότι οι εχθροί ήθελαν αποπειραθή ν' αποβιβασθούν· το μέρος εκείνο ήτο μεν δυσπρόσιτον και πετρώδες και προς το πέλαγος στραμμένον, αλλά, επειδή το τείχος εκεί ήτον ασθενέστερον, ενόμισεν ο Δημοσθένης ότι οι εχθροί μετά προθυμίας ήθελαν σπεύσει να αποβιβασθούν· οι δε Αθηναίοι, μη υποθέσαντές ποτε ότι ήτο δυνατόν να νικηθούν κατά θάλασσαν, παρημέλησαν να οχυρώσουν το μέρος εκείνο, εις τρόπον ώστε ο εχθρός, εάν επεχείρει εκεί απόβασιν, είχεν ελπίδα επιτυχίας.