Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ο βασιλεύς της Κίνας ευχαρίστησε κατά πολλά την Κεριστάνην διά την γενναιότητα, που έδειχνε εις αυτόν, και της έταξε μίαν αγάπη παντοτεινήν.
Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.
Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας.
Ετούτη η εξομολόγησις που του έκαμα τον υποχρέωσε κατά πολλά, και έπιασε το χέρι μου και το εφίλησε με τρυφερότητα, και μου έκαμεν όρκον πως πολλά εγκαρδιακά με αγαπά· και με εστεφανώθη την ιδίαν ημέραν, και έγιναν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν διά μίαν εβδομάδα ολόκληρον, και πριν να τελειώσουν οι χαρές έστειλε ταχυδρόμους, καθώς μου έταξε, προς τον Μωβαβάκ.
Μα αφτός και δίνει εφτύς πολλά, κι' απέ έταξε πολλά άλλα, κι' άντρες τους πρώτους διάλεξε μες στο στρατό και στέλνει 520 να σου προσπέσουν, που κι' εσύ τους έχεις κάλια απ' όλους και που μη θες ο λόγος τους να ντροπιαστεί κι' οι κόποι· πριν όμως το πως θύμωσες δεν έχει κατηγόρια.
Ο βασιλεύς ακούοντας τούς είπε πώς εις το χέρι του δεν είνε να κάμη την εκλογήν της υπανδρείας της θυγατρός του, επειδή της έταξε μεθ' όρκου να μην την υπανδρέψη εναντίον της ορέξεώς της.
Έταξε λοιπόν τότες ο Αδάδης πως α νικήση θα γίνη χριστιανός. Κ' επειδή νίκησε, κ' έπιασε μάλιστα αιχμάλωτο το Δαμιανό, έστειλε πρεσβεία του Ιουστινιανού ζητώντας του κλήρο κ' Επίσκοπο, κ' έτσι συστήθηκε η Εκκλησία της Αβυσσινίας. Η γενική όμως κατάσταση της Ανατολής δεν είταν της προκοπής και μεγάλη τιμή του Ιουστινιανού δεν του δίνει. Όλη η χώρα από το Δούναβη και κάτω υπόφερνε καθώς είδαμε.
Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας. Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό.
Από της Σικελίας αναβαίνων εις τον Δούναβιν, με φορτίον αποικιακών, ο καπετάν-Φώκας επτά μηνών γαμβρός, επόθει, και έταξε, να εορτάση τα Χριστούγεννα εν τη νήσω του, μετά της νεαράς συζύγου του.
Δεν εφαίνετο κουρασμένος εκείνος, αλλ' έμενε πάντοτε τελευταίος. Μη μου τον έταξε και αυτόν ο καπετάνιος επίτηδες ως επίκουρον, — υπάσπιστήν του υπασπιστού! Καθόσον ανέβαινα, ησθανόμην τας δυνάμεις μου εκλειπούσας. Μετά την κακοπάθειαν της νυκτός είχα ήδη περιπατήσει επί τέσσαρας ώρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν