Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; — Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.
Λέει από μέσα του, τι πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο από ένα τέτοιο ευχαριστώ; Και τι δε θα έκανα, και τι κινδύνους δε θα διέτρεχα για να ελκύσω τη γλυκειά ευγνωμοσύνη μιας τέτοιας ψυχής; Η παράστασις ετελείωσε χωρίς να προσέξη ποια καθόλου εκείνος· ελυπήθηκε μόνο που τέλειωσε γρήγορα, γιατί το τέλος της τον εχώρισε από τη λατρευτή του βοσκοπούλα.
Ο διευθυντής μ' ελυπήθηκε και μου είπε πως θα ενεργήση δραστήρια και γρήγορα θα μάθη τι έγινε το κορίτσι μου. Μ' αρώτησε ποίοι εσύχναζαν εις το σπήτι μου και μου εφάνηκε πως εστραβομούριασε όταν του ανέφερα το λοχία Μεϊντανό. Επερίμενα πως θα μου πη τίποτες γι' αυτόν. Μου είπε μόνο καλή νύκτα και να έχω υπομονήν. Επέρασαν άλλες τέσσαρες μέρες χωρίς τίποτε να κατορθώση.
— Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης. Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου. — Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω. — Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.
Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου; Μη δεν το έκαμε καλά; — Και γνωστικά προς τούτοις! Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.
Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε· — Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.
Σήμερα έχουν μόνον ενενήντα». Ο άνθρωπος με είδε τόσο χλωμό πού μ' ελυπήθηκε και μ' επήρε εις το πλαγινό καφφενείο να πιω ένα ρακί. Εκεί μέσα σύχισι και βοή πολλή. Άλλοι έλεγαν πως είνε πανικός και πως θα περάση, και άλλοι πως οι σιδερόδρομοι και τ' άλλα χαρτιά του Γούστα δεν αξίζουν τίποτε και θα καταντήσουν γρήγορα εις το τίποτις.
Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν