Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Μόνον τότε σταματάει τον νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο.

Ο αφέντης θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου. Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν το άπραγο παιδί.

Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης. Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου. — Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω. — Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.

Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή. Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος. — Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού, θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους.

Το γέλοιο που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε.

Γιατί, 'γούμενε, βιάζεις τον Σταυράκη να μην ψηφίση εκείνον που θέλει; — Γιατί είν' ανόητος και πρέπει να ακούη εμένα. — Έχει τη συνείδησί του και θ ακούη ό,τι του λέει. — Εγώ τονε ταΐζω, δεν τονε ταΐζ' η συνείδησί του, είπεν ο Συνέσιος. — Όχι, γούμενε, είπεν ο Άνθιμος· τόνε ταΐζει ο κόπος του και τα χέρια του. Ήταν πολύ αυστηρό το πρόσωπο του καλόγερου· ο Συνέσιος το παρετήρησε.

Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ' αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι.

Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν