United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !
Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα· κάποτ' εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι, στα ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ' έκαναν τα τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα.
'ς τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτά 'ς την Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχε 'ς το σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'που 'ς αυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοι 'ς τα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότε 'ς τον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον του 'ς την σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 και 'ς το τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσα 'ς τα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνον 'ς την πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.
Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα ταις λόγχαις πάλι ακόντισαν 'ς το πλήθος των μνηστήρων· ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιππο 'ς το στήθος 285 ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· «Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη να μην επαίρεσαι 'ς το εξής, αλλά τους αθανάτους άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 ότε 'ς το δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».
Καμμιά φορά 'ς το νου του Το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε, Τάκουε που χλημήτιζε... 'ς το φυσσομανητό του Ταντιβοούσανε ταυτιά, του ξάναφταν τα μάτια, Κ' ύστερα πάλ' επλάκωνε με τη χαρά της νίκης Κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφινε να φωτίζουν Το μέτωπό του το τραχύ παράδοξαις ελπίδαις. Αντραγαθήματα παληά, χρυσοπλασμένα γνέφη, Μ' ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.
Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.
ΠΕΛ. Τήρα δω μηδέ στο μυαλό του μέσα ήμουνε μηδέ τον ηρώτησα — ποιος τους ξέρει πάλ' αν ήντουσά νε οχθρευμένοι απέ μπροστήτερα. ΠΕΛ. Όσκαι όλη μου η κουβέντα αυτούνη είναι, τούτο ξέρω μοναχά οπ' όσμιξα κι' εγώ μ' ένα σωρό μαγκούφιδες. ΑΣΤ. Αρέστο κι' εσύ, μισότουρκα με τζη γίδες σου, με τζη αλεπούδες σου και με τζη ταρνανάδαις σου.
— Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.
Λέξη Της Ημέρας