United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, εγύρισ' η γερόντισσατο σπίτι να πλαγιάση· η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, 'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, καιτα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!.... — Παναγία μου! Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες. — Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα. — Κι' απόψε μπάρμπα-Γιωργό; — Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.

Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε• «Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο• αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας• να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούντον γυρισμό του• 700 κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του, 'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».