United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελαμπύριζαν οι αιώνιοι φανοί, σαν να περιγελούσαν την άρρωστη, τη θαμπερή ανθρώπινη φωτίτσα, οπού, για μια στιγμή, έρριχνε με ορμή τη φλόγα της πολύγλωσση, για να γενή, σε λίγη ώρα, στάχτη και καπνός.

Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!.... — Παναγία μου! Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες. — Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα. — Κι' απόψε μπάρμπα-Γιωργό; — Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.

Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν. — Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα.

— Α ξέχασα, εσκούπισε πρώτα καλά καλά, και ύστερα άναψε τα καντήλια και ύστερα να ιδήςπού να τα θυμούμαι όλαεγώ, αν και είδαν πολλά τα μάτια μου, εκέρωσα από την τρομάρα μου· ύστερα έβαλε φωτίτσα στο θυμιατό και εθύμιασε της εικόνες. Ξέχασα, πρώτα τ' Aηδήμα θύμιασεΑμ' πού να σου πω, που ήρθε να θυμιάση κ' εμένα. Τι να σου πω, παπά- Κονόμε, αυτό που είδα δεν λέγεται.