United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

Όλαι αι γυναίκες ανεφώνησαν μετά φρίκης «ουτς!», η δε Πηγή, αρπάσασα ράβδον, τον κατεδίωξε με αλύπητα κτυπήματα και επανέκλεισε την θύραν αναφωνούσα: — Άδικο να σου λάχη, μαγαρισμένε! Άλλος αγγελιαφόρος μετ' ολίγον εβεβαίωσε το άγγελμα των παιδιών.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.

Τα κάτωθεν των ανακτόρων εστρατοπεδευμένα πλήθη εκρότουν ανυπομόνως τους πόδας· αι λαμπάδες ήσαν ανημμέναι, οι κώδωνες αντήχουν και εκάπνιζε το θυμίαμα• ο δε παναγιώτατος Πάπας, θέσας επί κεφαλής την τιάραν και λαβών ανά χείρας την ποιμαντικήν ράβδον, απεσπάσθη τέλος πάντων από του φιλτάτου του τας αγκάλας, κατεχόμενος υπό προαισθημάτων μαύρων ως οι κόρακες, οίτινες επτερύγιζον υπεράνω της κεφαλής του Γράκχου την ημέραν του θανάτου του.

Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.

Λοιπόν μη χάνης καιρόν. Ο Βράγγης εκρέμασεν επ' ώμου την πήραν του, έλαβεν εις την χείρα την ράβδον, έκαμε το σημείον του σταυρού, και ήρχισε την οδοιπορίαν.

Με τα τρυγόνια ανεφάνη και ο Σακκουλές κατόπιν μακράς εκλείψεως. Τον είδα εις την πλατείαν του Συντάγματος με τον παρδαλόν από ποικίλα και αλλεπάλληλα εμβαλλώματα ιματισμόν του, με την απαραίτητον ράβδον, την οποίαν κρατεί υπό μάλης διά ν' αμύνεται κατά των σκύλων και των ανθρώπων. Μόνον η πήρα του λείπει διά να παρουσιάζη πλήρη τον τύπον του αρχαίου κυνικού.

Το κινούμενον εκείνο δάσος, το οποίον μόλις εχώρει εις τον στενόν δρόμον, τους συνεπίεσε διερχόμενον και επροχώρησε με θρουν και θόρυβον των πετρών τας οποίας παρέσυρεν εκ των εκατέρωθεν ξηροτοίχων. Κατόπιν του όνου ήρχετο με σπουδήν ο Αστρονόμος, καταφέρων την ράβδον του επί των οπισθίων του ζώου και αναφωνών: — Σέεε!

Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες, κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και τους κακοποιήση.

Περιττόν δε είνε να προσθέσω, ότι επεκράτει ακόμη το βαθύ σκότος ασελήνου και ομιχλώδους φθινοπωρινής νυκτός, την δε πορείαν ημών εφώτιζον χωρικοί κρατούντες μεγάλας εκ πίσσης λαμπάδας. Τούτους ηκολούθουν περί τους τριάκοντα Καραβινιέροι, φέροντες πλην της σπάθης βαρείαν ράβδον και σύροντες έκαστος διά λωρίου ζεύγος των ανωτέρω περιγραφέντων φοβερών μανδροσκύλων.