United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μάστορας, άνθρωπος εύθυμος, ετραγουδούσε πολλάκις, ενώ έκτιζε, κωμικά άσματα της πατρίδος του· διεσκέδαζε δε ιδίως να σκανδαλίζη τον Μανώλην διά του άσματος εις το οποίον νεαρός ανεψιός χαριεντίζεται με την θείαν του: Πέρα πήαινα στη ρύμη με τη θεια μου την Ερήνη. Σκούντα 'γιώ και σκούντα κείνη, κάνει ο Θιός και πέφτει κείνη. Έδε τόπος και λειβάδι, Αχ! θειά μου να 'σουν άλλη! ...

Η απελπισία της δε εκορυφώθη όταν την εκάλεσαν εις ένα χορόν και δεν ετόλμησε να μεταβή, ενώ ηγάπα τον χορόν, εχόρευε δε κ' ετραγουδούσε εξαίρετα. Αλλ' εις τον χορόν εκείνον συνέβη κάτι τι το οποίον έμελλε να διακόψη την κατάστασιν της πολιορκίας εις την οποίαν έζη.

Την αναθρέφουνε λοιπόν οι Νύμφες και τη μαθαίνουν οι Μούσες να παίζη το σουραύλι και να λέη με τη λύρα και την κιθάρα κάθε τραγούδι, ως που άμα ήτανε στον ανθό της παρθενιάς της, εχόρευε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε μαζί με τις Μούσες· τους αρσενικούς όμως τους απόφευγε όλους και ανθρώπους και θεούς, επειδή αγαπούσε την παρθενιά.

ΧΑΡ. Δείξε μου τι έχεις στην σακκούλα. ΜΕΝ. Λούπινα, αν θέλης, και το δείπνον της Εκάτης. ΧΑΡ. Από πού μας τον εκουβάλησες αυτόν τον σκύλον, Ερμή; Και δεν δύνασαι να φαντασθής τι έλεγε εις το ταξείδι• εκορόιδευεν όλους τους επιβάτας και ενώ όλοι έκλαιαν αυτός ετραγουδούσε. ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, τι είδους άνθρωπον είχες εις το πλοίον σου; Είνε εντελώς ελεύθερος και αδιαφορεί δι' όλα.

Του κάκου απλόνω με στοργή την ορφανή αγκαλιά μου τώρα όπου τανάθρεψα, πετούνε μακρυά μου. Εξεπλάγησαν αι καλαί θυγατέρες. Πρώτην φοράν ο πατήρ των με τόσην φαιδρότητα ωμιλούσε και ετραγουδούσε. — Άλλη φορά θα σε παίρνωμε πάντοτε μαζί, πατέρα. Σου κάμνει καλό η εξοχή· παρετήρησεν η δευτερότοκος η Μαργιώ.

Η σήριγγα τούτη, τόργανο, δεν ήτανε όργανο, παρά κόρη όμορφη και με φωνή γλυκιά· έβοσκε γίδια, έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε όπως τώρα. Ενώ αυτή έβοσκε, έπαιζε, ετραγουδούσε, ο Πάνας, αφού πήγε κοντά της, την παρακαλούσε για ό,τι την ήθελε και της έταζε πως θα κάνη όλες τις γίδες της να γεννούνε διπλάρια.

Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε, ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε, ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένοεκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της, και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα. ΛΑΕΡΤΗΣ Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;

Ύστερα ετραγουδούσε ο θείος ένα γαλλικόν άσμα και εφώναζε: Ουρρά! και «Ζήτω Ναπολέων ο ΒοναπάρτηςΕδώ ήκουσεν ο Ρούντυ διά πρώτην φοράν να διηγούνται περί Γαλλίας, περί της Λυών, της μεγάλης πόλεως επί του Ροδαινού: είχε πάει εκεί ο θείος.

Η Ζερβοπούλα η ώμορφη κι' αρχοντοθυγατέρα 'Στόν αργαλειό της ύφαινε κι' ανάρια ετραγουδούσε: —Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμμένοτο νυχτέρι, Διασίδι, μ' όντας σ' έγνεθα τον συχνωνειρευόμουν, Διασίδι, όντας σ' εδιάζομουν ήρθεν από τα ξένα, Διασίδι, όντας σ' ετύλιγατην εκκλησιά τον είδα, Διασίδι, όντας σ' εκόλναγα μώστειλεν αρραβώνα.

Δεν τον ελέγαν Κωσταντή, Σένα δε λεν Χρυσάιδω; — Στην Ξενιτειά δουλεύουνε χιλιάδες Κωσταντήδες, Πε μου κάνα σημάδι του κι' απέ να σε πιστέψω. — Είταν ψηλός, είταν λιγνός, είταν και παλληκάρι, Είχε τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σα γαϊτάνια Είχε φωνή σαν τ' αηδονιού, όταν ετραγουδούσε.. Στο θάνατό του βρέθηκα, κι' εκεί που ξεμαχούσεν Ένα φιλάκι μούδωκε, και μου είπε να στο δώσω. — Ξένε μου σύρε στο καλό μαζύ με το φιλί του... Κάλλια να ιδώ το αίμα μου να τρέχη σαν ποτάμι, Παρά τα μαγουλάκια μου να τα φιλήση ξένος. — Δος μου, Χρυσάιδω, το φιλί, για' είμαι ο Κωσταντής σου.