Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν.

Σα να τους θύμιζε τους δύστυχους τα παλιά τους αυτό το σύστημα. Σα να τους έταζε τη χαμένη τους λευτεριά. Πρώτο, που οι μαζωμοί τους ονομάζουνταν Εκκλησίες, καθώς τα πρώτα.

Τι δώρα αν δε μετρούσε ο γιος τώρα τ' Ατριά, αν κατόπι 515 κι' άλλα αν δεν έταζε, άσειστα βαστώντας πάθος πάντα, θάλεγα εγώ πως το θυμό μην παραιτάς, μην τρέχεις ναν τους βοηθήσεις, κι' άφισ' τους μες στα στενά να ρέψουν.

Ο Άστυλος όμως προσπέφτοντας του πατέρα του, όταν τον πέτυχεν ήσυχο, ζητάει το Δάφνη να τον πάη στην πολιτεία επειδή ήταν όμορφος και δεν του άξιζε να ζη στην εξοχή κ' επειδή μπορούσε να μάθη από το Γνάθωνα και της πολιτείας τα πράγματα· με χαρά του@ παραδέχεται ο πατέρας· κι αφού έστειλε κ' εφώναξε το Λάμωνα και τη Μυρτάλη τους έλεγε την καλήν είδηση, ότι απ' εδώ και πέρα θα περιποιέται ο Δάφνης τον Άστυλο αντί τα γίδια και τους τράγους· και τους έταζε ότι αντί για το Δάφνη θα τους δώση δυο γιδάρηδες.

Η σήριγγα τούτη, τόργανο, δεν ήτανε όργανο, παρά κόρη όμορφη και με φωνή γλυκιά· έβοσκε γίδια, έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε όπως τώρα. Ενώ αυτή έβοσκε, έπαιζε, ετραγουδούσε, ο Πάνας, αφού πήγε κοντά της, την παρακαλούσε για ό,τι την ήθελε και της έταζε πως θα κάνη όλες τις γίδες της να γεννούνε διπλάρια.

Κι ο Δρύαντας πότε χαιρόντανε με τα λεγούμενα, επειδή καθένας έταζε δώρα μεγαλύτερα από όσα άξιζε μια βοσκοπούλα, και πότε, κάνοντας τη σκέψη, ότι η κορασιά είναι καλύτερη από τους χωριάτες γαμπρούς, κι αν καμιά φορά βρη τους αληθινούς γονιούς της θα τους κάμη τρισευτυχισμένους, άφινε γι' άλλο καιρό την απάντηση και την ετραβούσε σε μάκρος· και στο αναμεταξύ εκέρδιζε όχι λίγα χαρίσματα.

Γιατί θα θυμώση ο μπαμπάς. Όλα αυτά φαινόντανε της μαμάς τόσο περίεργα, ώστε έταζε του Σβεν ό,τι ήθελε· και του έταζε φυσικά και πως δε θα το πη του μπαμπά. Κι ο Σβεν έβγαινε όξω κ' είταν ήσυχος κ' ευχαριστημένος που η μαμά δεν πρόδινε την παρακοή του και που έβλεπε πως είτανε συνεννοημένος με τη μαμά.

Κι αν την έπαιρνε αυτός γυναίκα, έταζε χαρίσματα πολλά και πλούσια, σαν γελαδάρης: ένα ζευγάρι καματερά, τέσσερα μελίσσια, πενήντα ρίζες μηλιές, βουβαλοτόμαρο για να κόψη ποδήματα, και κάθε χρόνο ένα μουσκάρι αποκομμένο· ώστε λίγο έλειψε μαγεμένος ο Δρύαντας από τα χαρίσματα να στέρξη το γάμο.

Κι αφού έτρεξε και κατά το πεύκο, όπου ήτανε στημένο το άγαλμα του Πάνα, τραγοπόδαρο, κερατιάρικο και κρατώντας με τόνα χέρι σουραύλι και με τάλλο τράγο, που επηδούσε, κ' εκείνον επροσκυνούσε και παρακαλούσε για τη Χλόη κ' έταζε πως θα του κάμη θυσία τράγο.

Κ' έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, επήγαινε ξυπόλυτη στα εξωκλήσια, εδιάβαζε τα ρούχα μου κ' εστηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείση τους αγίους να με φέρουν στα λογικά μου. — Τι τα πας, τι τα γυρεύεις Μαριώ· της λέγω μιαν ημέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θέλεις τόρα θέλεις αργότερα θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν