Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Κι ο Δρύαντας πότε χαιρόντανε με τα λεγούμενα, επειδή καθένας έταζε δώρα μεγαλύτερα από όσα άξιζε μια βοσκοπούλα, και πότε, κάνοντας τη σκέψη, ότι η κορασιά είναι καλύτερη από τους χωριάτες γαμπρούς, κι αν καμιά φορά βρη τους αληθινούς γονιούς της θα τους κάμη τρισευτυχισμένους, άφινε γι' άλλο καιρό την απάντηση και την ετραβούσε σε μάκρος· και στο αναμεταξύ εκέρδιζε όχι λίγα χαρίσματα.

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.

Εκεί δα τους έκαμνε τον δήμαρχον τον καπετάν-Πάτερον, πώς ετραβούσε τα ρακοβόλια επαν-πανωτού, εις εκείνο το μικρόν παντοπωλείον, από την 'πίσω πόρτα, ότε δραπετεύων από το συμβούλιον, μισοζαλισμένος, του οποίου αι συζητήσεις τον εστενοχώρουν πάντοτε, ως το καραντί των ταξειδίων του, εξεζαλίζετο εκεί, εις την πίσω πόρτα του μικρού μαγαζείου, όρθιος, ασθμαίνων ακόμη, από τας συζητήσεις.

Ταλμούχ, μίαν ημέραν μου λέγει αυτός, επιθυμώ διά να πηγαίνω να ιδώ την πολιτείαν Κανταχάρ, και αν θέλης να με ακολουθήσης, δεν θέλεις μείνει κακοευχαριστημένος εις το να ιδής μίαν τέτοιαν πόλιν. Εγώ έχοντας επιθυμίαν διά να ιδώ και άλλον κόσμον, και ωσάν κάποιόν τι που με ετραβούσε, δεν του είπα το όχι.

Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του. Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά.

Ο Λούκας ετραβούσε τας ολίγας τρίχας τας άλλοτε πυρράς, και νυν στακτεράς και υπολεύκους, που είχον μείνει περί τους δύο κροτάφους του, μεμφόμενος την αχαριστίαν των συντρόφων·Κακό, βρε παιδιά! κι' ο κόπος μου θα πάη χαμένος; . . . Κρίμα, βρε παιδιά!

Πράγματι εις τον εσπερινόν και τον όρθρον ο Παπα-Λάμπρος ένας κοντός και γηραλέος εφημέριος, αναβαίνων εις μίαν μεγάλην πέτραν, χρησιμεύουσαν εκεί ως σκαμνίον, το ετραβούσε με την στραβολεκίτσα του μετά κόπου πάντοτε, κινδυνεύων να εξαρθρωθή, και εσήμαινεν ήχους διακεκομμένους και κλαυθμηρούς. — Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!

Οπόταν δε επλησίασεν η νύκτα επήγα εις τον διωρισμένον τόπον, και αφού επλησίασα εκεί, είδα ένα σχοινί που ήτον κρεμασμένον από το παραθύρι της κυρίας, η οποία μου εχρησίμευε διά να ανέβω με αυτό βοηθούμενος από αυτήν που με ετραβούσε, και εμβαίνοντας εις τον πρώτον οντά με έκαμε και απέρασα εις τον δεύτερον, που ήτον πλουσίως στολισμένος.

Κ' έτρεξα να έμβω εις την εκκλησίαν. Τα άλλα τα παιδιά από τον φόβον τους έγειναν άφαντα εις την πρώτην φωνήν μου. Ο Φαφάνας, τρέμων από τον φόβον του, μ' έπιασεν από το καπότο, και μ' ετραβούσε κ' έλεγε με λαχτάραν. — Πού είνε; Πού είνε, Μισακέ, το κρεββάτι; Εις τον νάρθηκα εκεί επί τοίχου εστηρίζετο κρεμασμένον το ξυλοκρέββατον διά τας κηδείας των πεθαμένων.

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν