United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μες στο φως λουσμένο, χαρούμενο, λαμπρό, μια απ τη βροχή δαρμένο, στην καταχνιά πνιχτό. Τα δάση το φουντώνουν, το σχίζουν τα νερά, εδώ σκεπές τρυπώνουν, εκεί χωριό γελά. Και σα σε αχνό κρυμμένη αντάρας ή καπνού, ολόμακρα χαμένη η άκρη τ' ουρανού. Στο παραθύρι, ως φέξη ο ήλιος το πρωί, ορμά η ψυχή να τρέξη θερμά να τον χαρή.

Πολλοί από τους παλαιοτέρους ζωγράφους μας περνούν την κακή και χαμένη ζωή τους κυνηγώντας κρυφά στ' αμπελοχώραφα των ποιητών, χαλνώντας τα μοτίβα των με την άσχημη χρήση που κάνουν και πολεμώντας να ξαναδώσουν με ορατή φόρμα ή χρώμα το θαύμα και τη λαμπράδα του αόρατου. Οι εικόνες τους είναι κατά φυσικήν συνέπειαν ανυπόφορα αηδείς.

Γιατί αν το παραδεχόταν πως ήτον άρρωστη, ήτονε χαμένη : δε θα μπορούσε πια να ταρνηθή ταντρός της με τόσο θάρρος και με χείλια που για να χαμογελάσουν της σούρωναν όλο της το πρόσωπο.

Η φοβερά ταραχή με έκαμε να χάσω το κρασί, και να καταλάβω το σφάλμα που έκαμα, όμως αργά· και λέγω της βασιλοπούλας, τι δηλοί αυτός ο σεισμός και οι βροντές; Αυτή όλη τρέμουσα χωρίς να στοχασθή τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκετο, αλλοίμονον εις εσέ, μου λέγει, γρήγορα φεύγα, διότι είνε χαμένη η ζωή σου εις ταύτην την στιγμήν.

Του εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα του νεαρού στρατιώτου . . . Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη. Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.

Ο Έφις προσπάθησε να την προσπεράσει, αλλά η γριά άρχισε να μιλάει δυνατά και αναγκάστηκε να σταματήσει για να την ακούσει. «Λοιπόν, τι σου έκανα; Επειδή τα παιδιά αγαπιούνται, εμείς οι γέροι πρέπει να μισούμε ο ένας τον άλλο;» «Βιάζομαι, κυρά Ποτόι.» «Το ξέρω, έχετε φασαρίες στο σπίτι. Δεν φταίω όμως εγώ. Εγώ είμαι η χαμένη σ’ αυτή την περίπτωση.

Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας.

Αυτός μόνος δύνεται να σε βοηθήση. Τάκουσα πως έμεινες μονάχη, κ' ήρθα να σου πω πως μονάχη δεν είσαι, πως έχεις πάντα τον Πλάστη μαζί σου. Εκείνος το ξέρει γιατί μας παίρνει τις πιο αγαπημένες ψυχές μας. Ίσως για να μας διδάξη την μεγαλήτερη την αγάπη που μας κάνει παιδιά του. Κερά μου, κοίταξε με μένα τι έχασα. Ήρθε μέρα που την είχα χαμένη όλη μου τη ζωή.

ΚΡΕΟΥΣΑαυτόν τον τόπο τον στενό στηρίξου στο ραβδί σου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είνε τυφλό και το ραβδί σαν δεν καλοθωρούμε. ΚΡΕΟΥΣΑ Καλά το είπες, αλλά μη σε κυριεύη ο κόπος. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το θέλω εγώ; τη δύναμι δεν έχω τη χαμένη. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο τ' ήταν γραφτό! ΚΡΕΟΥΣΑ Ο πρώτος σας ο λόγος ευχάριστος δεν φαίνεται.