United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Δύση είτανε που είτανε χαμένη, κ' οι Αυτοκρατόροι της πια τώρα μόνο που τους έμνησκε τόνομα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Σ' τον βασιλέα πήγαινε κ' εκ μέρους μου ειπέ του ότ' ήθελα, αν ευκαιρή, να του ειπώ δυο λόγια. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Αμέσως. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να έχη τις ό,τι ποθεί, κι' ανήσυχος να μένη. Καλλίτερα να ήμ' εγώ εκείνος οπού 'πάγει, παρά να τον κατέστρεψα κ' η λύπη να με φάγη!

Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός. — Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: «&να καλοδεχτούν

Άδικα προσπαθείς να μου το κρύψης. ΜΙΣΤΡΑΣΤι διάβολο! Τα παλιόπαιδα! Επήραν τόσο θάρρος... ΦΛΕΡΗΣΜην ανησυχής. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Καλά έκαμαν. Πολύ καλά έκαμαν. Σε βεβαιόνω. ΜΙΣΤΡΑΣΑστειεύεσαι, Τάσσο; Άφισέ με να επέμβω εγώ. Δεν κάνει να ταραχθής εσύ. ΦΛΕΡΗΣΔεν είναι καμμιά ανάγκη να επέμβης. Τώρα βλέπω τη χαμένη ζωή μου. Τώρα βλέπω τι κακό μου κάμανε οι άλλοι, Κύτταξέ με!

Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν. Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας. Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής.

Δεν τούμεινε πιο άλλη καταντιά, μονάχα η γυναίκα του τού μένει· αλλά και πριν τη χάση 'στα χαρτιά, την έχει ο κακόμοιρος &χαμένη&. Έλα, εαυτέ μου, μια φορά και συ ώμορφη να εύρης τούτη μας τη σφαίρα· κόσμοι εμπροστά σου ας φανούν χρυσοί, και αυτή τη νύκτα βλέπε για ημέρα.

Όλη η δροσιά της βραδιάς, όλη η αρμονία των μακρινών, ήρεμων τοπίων, και το χαμόγελο των αστεριών προς τα λουλούδια και το χαμόγελο των λουλουδιών προς τ’ άστρα, και η περήφανη ευθυμία των νεαρών βοσκών και ο πόθος των γυναικών κρυμμένος μέσα στους κόκκινους κορσέδες, και όλη η μελαγχολία των φτωχών που ζουν περιμένοντας τ’ αποφάγια από το τραπέζι των πλουσίων, και οι μακρινοί πόνοι και οι ελπίδες του επέκεινα, και το παρελθόν, η χαμένη πατρίδα, η αγάπη, το έγκλημα, η τύψη, η προσευχή, ο ψαλμός του προσκυνητή που πηγαίνει, πηγαίνει και δεν ξέρει πού θα περάσει τη νύχτα αλλά νιώθει πως τον οδηγεί ο Θεός, και η μοναξιά του πράσινου στο κτηματάκι εκεί πάνω, ο ήχος του ποταμού και των σκλήθρων εκεί κάτω, η μυρωδιά από τους φλόμους, το γέλιο και το κλάμα της Γκριζέντα, το γέλιο και το κλάμα της Νοέμι, το γέλιο και το κλάμα τα δικά του, του Έφις, το γέλιο και το κλάμα όλου του κόσμου, τρεμόπαιζαν και πάλλονταν μέσα στις νότες του αηδονιού επάνω στο μοναχικό δέντρο που έμοιαζε ψηλότερο από τα βουνά, με την κορυφή του ν’ αγγίζει τον ουρανό και την άκρη του τελευταίου φύλλου χωμένη μέσα σ’ ένα αστέρι.

Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη!

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ζόρκα ποδάρια του 'ςτό παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.