United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα.

Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γρηά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τάστειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τάφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία. — Και με τη βοήθεια του Θεού θα ταυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια. Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι.

Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, γιατί έτσι το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά το τέκνο της εκράτησε• μα όταν ήλθ' η ώρα, εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά, εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά, και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή, σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.

Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας.

Μαζί Μοναχάκη, μαζί θα γηροκομήσωμε. Όταν έφυγε ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης ν' ανταμώση τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το κομπόδεμα τάφησε στον Μοναχάκη. «Ό,τι έχω και δεν έχω για το Μοναχάκη είνε.

Κ' ενώ ο Δάφνης έκανε θυσίες, συνέβηκαν τούτα στη Χλόη: καθότανε κλαίγοντας, βόσκοντας τα πρόβατα και καθώς ήτανε φυσικό λέγοντας: — Μ' ελησμόνησε ο Δάφνης· ονειρεύεται γάμους πλούσιους· γιατί τον έβανα να ορκιστή στα γίδια αντί στις Νύμφες; Τάφησε κι αυτά σαν τη Χλόη· μήτε ενώ θυσιάζει στον Πάνα και στις Νύμφες επιθύμησε να ιδή τη Χλόη· βρήκεν ίσως κοντά στη μάννα του δούλες καλύτερες από μένα· ας είναι καλά· μα εγώ δε θα ζήσω.

Μια μέρα μολαταύτα, ένας από τους άπιστους προδότες, ο Γκενελόν, — που καταραμένος νάναι από το Θεόπαρασύρθηκε από την ορμή του κυνηγίου, κι' ετόλμησε να προχωρήση μέχρι απ' έξω από το δάσος του Μορουά. Εκείνο το πρωί, στην παρυφή του δάσους, ο Γκορνεβάλης είχε ξεσελλώσει το άτι του και τάφησε να βόσκη στη δροσερή χλόη.

Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα. — Ο Θεός να δώση, Στρατή. — Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνηΘεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε.