United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θαποδειχθή και στη στιγμή από τον ίδιο σου εαυτόν. Όταν τηλώνεσαι ζουμί εσύ στα Παναθήναια, και η κοιλιά σου πρήσκεται, σε ξαφνικό γουργουρητό και κλονισμό δεν βρίσκεται; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι λες.

Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα λαϊκόν μαγειρείον, όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κ' ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κ' εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν.

Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη.

Ο λαός που έλεγε ήσυχα τον κανονικό του τύπο ζουμί , άκουσε να το λεν άλλοι ζωμός · είπε αμέσως και κείνος ένα, ο, ζομός , ή άφησε το ου και πήρε την κατάληξη -ος, ζουμός . Δε μας είναι φυσικό, πάει να πη δεν είναι κανονικό να λέμε σήμερα ζωμός για τούτο φτειάνουμε τέτοιους τύπους. Ό τι δεν είναι φυσικό, ό τι δεν είναι κανονικό, είναι αδύνατο να το μάθη κανείς σωστά, αφού σωστό δεν είναι.

Πρώτα θαπαντήση τύπους στη γλώσσα μας που δεν τους έχει καμιά άλλη γλώσσα, Θακούση το λαό κάπου να λέη ζωμί και κάπου ζουμός . Γιατί; Γιατί θελήσαμε να του μάθουμε τη λέξη ζωμός αντίς το ζουμί που έλεγε.

Να πιάση Τούρκο και το ζουμί του να βγάλη, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει. Αγερικό σπίτι, κ' η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα.

Σηκώνουνταν αγριοπερίστερα κάποτε, καθώς περνούσα. Κάργιες φτερούγιζαν πολλές μαζί, φωνάζοντας πάντα. Από ψοφίμια, τα σκουπίδια και τα κουρέλια που σύναζαν τους σκύλους και τα όρνια, έβγαζε η μεσημεριάτικη λάβρα μια βρώμα θεόρατη. Ο ήλιος είχε πιει το ζουμί των χορταριών, και αφού τάφησε ξερά, τα έκαψε ύστερα.

Έτυχεν όμως ν' αρρωστήση η μεγάλη, και να χρειασθή γιατρό, ζουμί, στρώμα, φανέλλα και σκεπάσματα ζεστά. Εσυλλογιστήκαμε τότε πως κάλλια πάλι ήτανε να λιγοστέψη η προίκα της παρά να την πάρη ο χάρος, ας είναι και χωρίς προίκα. Έβγαλα με βαρειά καρδιά τρεις μετοχές από την κασέλα μου να δώσω να τις πουλήσουν εις το Χρηματιστήριον.

Στο περιβόλι της Αγάπης, που περπατούσαμε μια μέρα μαζί, τέτοια λόγια σου είπα, και σήμερις σου μάζωξα, να σου τα χαρίσω, τα μικρά μου τα ρόδα και τα μήλα μου τα μικρά, που αν τύχη κ' έχουνε αλήθεια λίγο ζουμί και λίγη μυρουδιά, σε Σένα το χρωστούνε, το χρωστούνε στο Περιβόλι της Αγάπης. Τρίτη, 8 τ' Άη Δημήτρη, 1901.