United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του. Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν.

Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη.

Ήτον αυτός ένας τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και να κάνω χωρίς να με ήθελε προστάζει και με τούτον τον τρόπον απόκτησα κατά πολλά την αγάπην του.

Επειδή δε εκείνη δεν έδιδε ακρόαση εις τις παρακλήσεις του, ηθέλησε να την πιάση διά της βίας· δεν ήξευρε πώς του συνέβη, και επικαλείται τον θεόν πως οι σκοποί του υπήρξαν πάντοτε τίμιοι, και ότι τίποτε ζωηρότερα δεν εποθούσε παρά να τον πάρη και με αυτόν να περάση την ζωήν της.

Μην έχοντας διαφθαρή από τις μάταιες ευχαριστήσεις ασταθούς ματαιότητος, διευθύνει τας επιθυμίας της ακριβώς προς τον σκοπόν· θέλει να γείνη δική του, θέλει δι' αιωνίου συνδέσμου να επιτύχη όλην την ευτυχίαν που της λείπει, ν' απολαύση όλας μαζί τας ηδονάς που εποθούσε.