United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είνε καλά η εθνική τους η χρωματιά. Κ' ίσως καταντάει πια τώρα σα χαμένος κόπος να δείχνουμε «τον ήλιο με το λυχνάρι». Ο «Βουρκόλακας» ανατυπώνεται σήμερα μόνο και μόνο για να μπορή να τονε διαβάζη όποιος επιθυμεί.

Και την πρώτη φορά και τη δέφτερη, απόρησα με την εφκολία που καταλάβαινε αμέσως ό τι του έλεγες· τάρπαζε ο νους του αμέσως, ως και κάτι γλωσσολογικά που είναι κάμποσο δυσκολούτσικα για ένανε μάλιστα που δεν καταγίνεται σ' αφτά. Τον είδα, προτού φύγω, κι άλλη μια φορά. Δε θα το ξεχάσω στη ζωή μου. Είτανε χορός στη ρούσσικη Πρεσβεία, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, τα βασιλόπαιδα, κόσμος και κόσμος.

Ακολούθησαν και μερικές στάσες, καθώς στη Συρία, που εβραίοι κ' αιρετικοί έγιναν ένα, και θρονιάσανε μάλιστα και βασιλέα τους έναν Ιουλιανό, και τους στοίχισε κατόπι κάμποσο αίμα εκείνο το κίνημα.

Απάνω σε κείνον το χρόνο απέθανε κι ο Κλαύδιος, και τονέ διαδέχτηκε ο Αυρηλιανός, και τούτον πάλε στα 275 ο Πρόβας. Κι αυτοί οι δύο τους πολέμησαν τους βαρβάρους και τους έβαλαν όρους κάμποσο ταπεινωτικούς.

Είναι αξιοσημείωτος ο λόγος του προς τον Αυτοκράτορα τότες, που σε γλώσσα όχι πολύ ταιριαστή με τους καιρούς έλεγε πράματα κάμποσο ταιριαστά με τη φρόνηση· παράσταινε δηλαδή την κατάσταση του τόπου, τις συφορές του, την ανωφέλευτη πολυτέλεια της Αυλής, και τέλος τανοικονόμητο κακό της Γοτθικής τυραννίας κι αχορτασιάς, που εξαιτίας της μήτε στρατό πια καθαυτό ντόπιο δεν είχε.

Ό, τι σπέρνει κανείς θερίζει.» «Νοέμι, γιατί μιλάς έτσι; Σαν να τρελάθηκες, εδώ και κάμποσο καιρό! Δεν σκέφτεσαι πια λογικά. Γιατί λες πως σε κοροϊδεύει, αφού έστειλε μαντάτα πως σ’ αγαπά;» «Ένα υπηρέτη έστειλε να μου το πει!» Η ντόνα Έστερ κοίταξε τον Έφις, αλλά ο Έφις σιωπούσε με κατεβασμένο το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε, όταν οι αδελφές φιλονικούσαν.

Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος.

Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πης γυναίκακαι κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε είτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ως τόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν.

Κατά τα τέλη της βασιλείας του Ζήνωνα βγαίνει στη σκηνή ο αδερφός του ο Λογγίνος και παίρνει κάμποσο δρόμο σε δύναμη και σ' αξιώματα. Φαινότανε λοιπόν πως αυτός θα τονέ διαδεχτή. Ο Ζήνωνας ως τόσο πηγαίνει και ρωτάει ένα μάγο ποιος θα είναι ο διάδοχος του, κι ο μάγος του απαντάει πως ένας Σιλεντιάριος. Υποψιάζεται αμέσως ο Βασιλέας τον πατρίκιο τον Πελάγιο και τονέ θανατώνει.