United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να φύγη.

Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.

Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• «Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις 'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. ή μήπως θέλει να χαθήτην γη και τ' όνομά του710

Έτσι δροσερή να μένη κ' η αγάπη μας, Κράλη, κ' έτσι αγκαλιαστοί να ζούμε πάντα, κι ας είνε και με το νου. Σαράντη μου και Θανάση, ελάτε, αδέρφια μου, κ' είμαστε βασιλιάδες απόψε. Στην πατινάδα, παιδιά, ομπρός παιχνίδια, και τραγουδάτε μας, παλικάρια. Μια πέρδικα, — μια πέρδικα μονακριβή, Την είχε η ματην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Που να μην έσωνε να το πάρουν! είπε πεισμωμένη η γριά. Ψήλωσε, βλέπεις, η μύτη τους. — Έλα ντε! και να ξέρη κανείς πως δεν είναι κορακοζώητος. — Μη ζαλίζεσαι, πατέρα, μη ζαλίζεσαι· ακούστηκε από μέσα δροσερή φωνή. Οι γέροι αναγάλλιασαν και σήκωσαν τα μάτια τους στην πόρτα, όπως το λιοτρόπι στο ήλιο. Η Ελπίδα κρατώντας ένα κέντημα στο χέρι, έστεκε στο κατώφλι και τους κύτταζε με χαμόγελο.

Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη.

Η θάλασσα έπαιρνε του γαλάζιου ουρανού το χρώμα και της δύσης τη χρυσόσκονη στη δροσερή αγκαλιά της. Από του Παρνασσού τα κορφοβούνια, από της Γκιόνας τα έλατα δροσερές πνοές κατέβαιναν και χαράκοναν ανάλαφρα πέρα για πέρα τον κόρφο, κι ακόμα πέρα τ' ανοιχτά της θάλασσας, που ξέφευγε σε διάπλατο ασπρογάλαζο ξετύλιγμα προς τα πευκοστολισμένα βουνά του Μωριά.

Αυτή γύριζε εκείνη τη στιγμή απ' τ' αμπέλια πέρα, καβάλλα στον ψαρή της, χωριατοπούλα όμορφη και δροσερή, αρχοντοπούλα ζηλευτή, γραμματισμένη περισσότερο απ' όλες τις φιλενάδες της. Ξεππέζεψε πεταχτή, τίναξε χαριτωμένα τ' άσπρο φουστανάκι της, και βρέθηκε στο πλάι του πατέρα της.

Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν Μες του Γιαννή Καράμπελα τάμορφα στανοτόπια Βλέπουν στη χλόη τη δροσερή ολόρθο να προβάλη Μαύρο λιθάρι, ατέριαστο με τάλλα τα λιθάρια, Σημαδιακή κι' ανέγνωρη και πλάσης άλλης πέτρα, Πέτρα που μάγια θάματα στο νου και μύθους φέρνει.

Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.