United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τις χωρούσε, θα γινόμαστε μύρια κομμάτια με τόνομα του κακού μονάχα. Οι μέρες και τα χρόνια του χωρισμού θα την κατασταλάζουνε λίγη λίγη την πίκρα, κ' έτσι θα χωρέση μες στην καρδιά μου. Εσείς θα τη χαίρεστε τη μονάκριβή μου, και γω θα σιγολυώνω μέσα σ' αυτούς τους έρμους τοίχους. Κωστ. Αι, μάννα! Στα μυρολόγια θα το ρίξουμε τώρα, πούχουμε και μουσαφίρη σπίτι; Δέσπω.

Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά; Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης. Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη.

Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφητη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!

Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο. — Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του.

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

Εθυμήθηκε τον ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!...

Βεβαίως θα μαντεύης πως δεν θα σε προικίσω, μαντεύεις ο μπαμπάς σου πως είναι ποιητής, και στίχους ποιος θα θέλη γαμβρός να του μετρήσω, και μάλιστα αν τύχη κομψός υφηγητής; Εις τους κυρίους γέλα με βλέμματα γλυκά, μήπως γελάσης κάποιον, μονάκριβη μου κόρη, ούτε στιγμή μη λείπης απ' τα εμπορικά, κλέβε και κάπου κάπου κανέν επανωφόρι.

Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.

Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη 'Στήν αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι' ο Αμπελογιάννης Με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του. Ο Κωσταντάρας πώφερνετον ώμο το παιδί του Σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, Γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του.