Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Υπώπτευεν ότι και ο Μανώλης της, καθώς και τ' άλλα παιδιά της θα εγίνετο βορά του απανθρώπου εχθρού της, τον οποίον εφαντάζετο πλέον η δυστυχής, ως άγριον κήτος, όπου εμούστωσεν από το αίμα της γενεάς της. Και τον είχεν αναθρέψει τον Μανωλάκην της με τα δάκρυα η χήρα.
Ο μάστρο-Παναγής, όταν είχε δουλειές, εις το καλαφατείον, έπαιρνε καλόν ημεροκάματον, πλην είχε περισσότερα κεσσάτια. Τα πολλά παιδιά, η λεχωσιές, η αρρώστειες, οι γιατροί, τα γιατρικά, τους έκαμαν να είνε πτωχοί! Ως τόσον, με πολλά βάσανα και με πολλά χάδια, ουχ ήττον η Ζουγράφω είχεν αναθρέψει το υστερνόν της γέννημα. Το εβύζαξε, το εγαλούχησε, το απέκοψε· το παιδίον ήτο αδυνάτου κράσεως μάλλον.
Το νεογέννητον τέκνον σου θέλω βαπτίσει και θέλω αναθρέψει δι' εξόδων μου, και αν, ως ελπίζω, αναδειχθή άξιος και τίμιος νέος, θέλω τον προβιβάσει εις τα ανώτερα αξιώματα της αυλής μου. Συ δε θέλεις έχει και οικίαν ευρυχωροτέραν, και κτήματα και ποίμνια, όπως ευκολώτερον εξασκής τα φιλάνθρωπα αισθήματα της καλής σου καρδίας.
Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε λάβει ως ψυχοκόρην τη Μαρούσαν, και την είχεν αναθρέψει όσον αυστηρά ηδυνήθη η σύζυγός του, ήτις ήτον αποθαμμένη προ δέκα πέντε ετών. Ο κ. Μπενίδης ήτον εις τον καιρόν του το σημαντικώτερον πρόσωπον του τόπου του. Είχε διατελέσει δημογέρων προ του Αγώνος, πληρεξούσιος εις τας πρώτας Συνελεύσεις Τροιζήνος, Προνοίας, Άργους, κτλ. δήμαρχος προ του Συντάγματος.
Εκεί θα πάμε, κι ο θεός καλό ταξίδι ας δώση, το φίλο το Νικία μου να 'δώ και να φιλήσω, που οι χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει, και σένα, καλοδούλευτο κ' ελεφαντένιο αδράχτι, εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο, να κλώθης νήματ' απαλά για των αντρών τα ρούχα και νήματα για διάφανα φορέματα γυναικεία.
Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο. — Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του.
Και οι μεν προκείμενοι νεκροί εκοσμήθησαν δι εμπράκτων εκδηλώσεων, τους δε παίδας των η πόλις θέλει αναθρέψει από τούδε δημοσία δαπάνη μέχρι της εφηβότητος αυτών, προσφέοουσα ούτω διά τοιούτους αγώνας στέφανον ωφέλιμον εις τους πεσόντας και εις τους επιζήσαντας· διότι εκεί όπου υπάρχουν βραβεία αρετής μέγιστα, εκεί ζώσι πολίται και άριστοι άνδρες.
Ελάτε, παιδιά, πάμε στο μαντρί, να σας φιλέψω. Την πτωχήν την Ασημήναν, σύζυγον του βαρελά του χωρίου, όλαι αι συγγενείς της την ελυπούντο και την εκαίοντο, πώς θα κατώρθωνε ν' αποκαταστήση και να υπανδρεύση τας τέσσαρας κόρας, τας οποίας της έδωκεν ο Θεός, ύστερον από δύο υιούς, τους οποίους της είχε χαρίσει, και αφού τα έξ αυτά τέκνα με κόπον και με πολύν καϋμόν τα είχε αναθρέψει.
Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους. — Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του Καίσαρος; . . . Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ' αυτής;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν