United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

Παραδίνει τότες ο δυτικός Έπαρχος την αρχηγία στο Γότθο το Γαϊνά, αποτραβιέται, κ' έτσι έμεινε ο Αλαρίχος του κεφαλιού του, κέφερε στην Ελλάδα φοβερή ρήμαξη, που χρόνους βαστούσανε τα σημάδια της. Έρχεται ως τόσο ο Γαϊνάς στην Πρωτεύουσα με τον ανατολικό στρατό, και βγαίνει ο Αρκάδιος με βασιλική παράταξη να τους προαπαντήση. Βγήκε κι ο Ρουφίνος μαζί του.

Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς ώρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ' είνε τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρημου λέει. Λιγώθηκα.

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Συλλογιζόμουνα και τον παραλυτικό, που τα πόδια του δε βαστούσανε να τονέ φέρουν ως το λευκό δρομαλάκι και που το κύτταζε θλιμμένος απ' τη ρίζα της πιπεριάς. Και ύστερα τον εαυτό μου, που η ψυχή μου παράλυσε στη μέση του δρόμου και γύρισα πίσω, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ο άλλος κόσμος προχωρούσε χωρίς να συλλογίζεται τίποτε.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο. — Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του.