Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον». — Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε... Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης!
Ο Τρέκλας εκράτει τον εχθρόν του σφιγκτώς από του λαιμού, και τον είχε καταβάλει ήδη και εγονυπέτει επί του στήθους του. Ηκούετο το ρογχώδες άσθμα του Σκούντα και οι απειλητικοί γρυσμοί του αντιπάλου αυτού. Πέριξ δε σκότος, σιγή και ερημία. Οι κλώνες των δένδρων εσείοντο υπό του ανέμου, ο ρύαξ κάτωθεν εμορμύριζεν εις την κοίτην του, και τα νέφη εξηκολούθουν σωρευόμενα άνωθεν εις τον αιθέρα.
Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός.
Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθην». Μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της.
Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.
Τα μικρόν της Ακαδημίας αλσύλλιον, βαπτισθέν όλην την νύκτα εις τον άφθονον εκείνον υετόν, ανέζησε, και κλώνες χλοεροί εδώ κ' εκεί ανέθορον αίφνης πεύκης και πίτυος και αγριελαίας, οπού ένας κόσσυφος του καλλίστου είδους, κηρομύτης, κατάμαυρος, δραπετεύσας από κάποιον κλωβίον, ελλοχεύων, παρεμόνευε τους διαβάτας, ν' αρπάση μίαν ελαίαν ώριμον, μαύρην ως τα πτερά του, αναλάμψασαν αίφνης, μετά την βροχήν, επί των διαβρόχων ακόμη κλάδων.
Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν