United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί δεκαπέντε ημέρας επλανάτο ο ατυχής απόστολος μετά της Ιωάννας εις τα μεταξύ Φραγκφούρτης και Μογουντίας άξενα δάση, διανυκτερεύων υπό το φύλλωμα των δένδρων και συντρώγων βαλάνους μετά των χοίρων της Βεσταλίας.

Ρύαξ, γοργός, κατέβαινεν Από κρημνώδους βράχου, Μετά μεγάλου φλοισβισμού, Ροής πολυταράχου, Και κάτω, κάτω έπιπτε Με μέγαν πλαταγμόν. Πέραν δ' αυτού, εις φύλλωμα Μηλέας κυρτοκλάδου, Οι λιγυροί ηκούοντο Λυγμοί καλλικελάδου Τρυγόνος, ήτις έχυνε Ρεμβώδη στεναγμόν. Μακράν που, τάπης, χλοερός Ως σμάραγδος ηπλούτο. Εκεί, όπου τ' ολόγυμνον, Βουνόν εταπεινούτο, Και όπου βράχοι μέγιστοι Υψούντο γηραιοί.

Ξαφνικά, στο φως του φεγγαριού, βλέπει τη σκιά του Βασιληά στην πηγή. Γνωστική όπως όλες η γυναίκες, ούτε σηκώνει τα μάτια κατά το φύλλωμα του δέντρου. «Θεέ και κύριε μου! λέει χαμηλόφωνα, κάνετε μοναχά ώστε να μιλήσω εγώ πρώτηΠλησιάζει ακόμη.

Ο οίνος έρρεε και ο λόγος έρρεε· αλλά η βραδιά ήτο πολύ σύντομος, εφάνη εις τον Ρούντυ· και μόλα ταύτα είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, όταν αυτός μετά την πρώτην του εις τον Μύλον επίσκεψιν ήλθεν εις το σπίτι του. Τα φώτα έλαμπαν ακόμη ολίγον διάστημα διά των παράθυρα του Μύλου μέσα εις το πράσινον των δένδρων φύλλωμα.

Έρριψε μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.

Ανάμεσα εις πλατάνους βαθυφύλλους, οπού δεν είχεν αρχίση ακόμη να πίπτη το φύλλωμά των, εις τον υγρόν κόλπον της κοιλάδος, οπού εχορτομανούσε, κ' εδροσοβολούσε από δρόσον φθινοπωρινήν, απ' τους λαγόνας ενός βράχου αμαυρού, ανέβλυζεν η πηγή. Εκεί σιμά εκαθήσαμεν, κ' εστρώσαμεν το γεύμα μας.

Η οδός ήτο έρημος, εκατέρωθεν δ' εξετείνοντο ελαιώνες, τους οποίους απέφρασσαν εκ του μέρους της οδού ξηρότοιχοι και σειραί αγριαμυγδαλών, μυρσινών και βάτων. Από τους ελαιώνας αντήχησε δεύτερος πυροβολισμός και μετ' ολίγον άλλος τόσον πλησίον, ώστε ήκουσαν τον θόρυβον των σκαγιών εις το φύλλωμα μιας ελαίας. Και η Πηγή είπε με ταραχήν: — Φύγε, Μανώλη, για όνομα του Θεού.

Ο γέρος ήτο πολύς ευγενής· είχε μαζέψει τα νύχια του, εκοιμήθη τον μεσημερινόν του υπνάκο και άφησε τους δυο να κάθωνται να ερωτοτροπούν· έχουν τόσα πολλά να 'πούν· ούτε ίσα με τα Χριστούγεννα δεν θα έχουν τελειωμό· και πράγματι δεν ήσαν έως τα Χριστούγεννα έτοιμοι! Ο άνεμος εστροφοδινούσε με το φύσημά του το πράσινον φύλλωμα.

Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη.

Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας: — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: — Ναι! Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.