United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες.

Σύνηθες των τοιούτων ποιημάτων θέμα ήτο η νυκτερινή συνέντευξις δύο εραστών, εχόντων έξωθεν φύλακα, όπως εξυπνήση αυτούς την αυγήν, ότε μη θέλοντες εισέτι ν' αποχωρισθώσιν ερίζουσι προς αλλήλους, ή και μετά του φύλακος, και φιλονεικούσιν εάν το φως προέρχεται εκ του ηλίου ή εκ της σελήνης, εάν ψάλλη κορυδαλός ή αηδών.

Φιλάρετος, νομικός άνθρωπος, καλεί με το «Ριζοσπάστη» του το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» να λάβει τα μέτρα του «κατά των υπό του δημοσίου ταμείου πληρωνομένων αηδών και επιβλαβών μαλλιαρών».

ΤΕΙΡ. Συ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούης ότι γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή δένδρα ή θηρία; όπως λ. χ. η Αηδών, η Δάφνη, ή του Λυκάονος η θυγατέρα; ΜΕΝ. Εάν συναντήσω και αυτάς πουθενά, θα τας ερωτήσω και θα μάθω τι λέγουν. Συ δε, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντις όπως κατόπιν, ή μόνον όταν έγεινες άνδρας έγεινες και μάντις;

Αλλά διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής. Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον γεμάτην: — Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.

Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.

Έρριψε μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.

Οι δε άνθρωποι ένεκα του φόβου των διά τον θάνατον συκοφαντούν τους κύκνους και λέγουν ότι αυτοί, επειδή θρηνούν τον θάνατον, ψάλλουν από την λύπην των και δεν σκέπτονται ότι κανέν πτηνόν δεν ψάλλει, όταν πεινά ή κρυώνη ή έχη καμμίαν άλλην λύπην, ούτε η ιδία η αηδών ούτε η χελιδών ούτε ο τσαλαπετεινός, τα οποία λέγουν οι άνθρωποι ότι ψάλλουν, θρηνούντα από την λύπην των· αλλ' ούτε αυτά μου φαίνονται ότι ψάλλουν ένεκα λύπης, ούτε οι κύκνοι, αλλά νομίζω, ότι, επειδή είναι αφιερωμένοι εις τον Απόλλωνα, έχουν το προτέρημα να μαντεύουν, και επειδή ηξεύρουν από προτήτερα τα καλά τα οποία υπάρχουν εις τον Άδην, ψάλλουν και διασκεδάζουν εκείνην την ημέραν περισσότερον παρά κατά τον προηγούμενον καιρόν.

Διατί λοιπόν ν' αρνηθή και ο καπετάν-Φαφάνας, να κρύψη το χάρισμά του και να λυπήση τον αγαθόν ναύκληρον; Έψαλε λοιπόν με γλυκύτητα έκτακτον, το περιπαθές του Δαμασκηνού άσμα, κελάειδημα μάλλον προς την Θεοτόκον, οπού εκελάειδησεν η γλυκύφθογγος εκείνη αηδών, όχι με το στόμα αλλά με την καρδίαν. Αλλά πριν αρχίση, τους είπε να σηκωθούν όλοι επάνω με ευλάβειαν και να αποκαλυφθούν.

Αλλά διατί είσαι δυστυχής; τι σου λείπει; σε πρώτην χαιρετά η ηώς, και της πρωινής αύρας την πνοήν συ πρώτη ηδονικώς αναπνέεις. Ανεξάρτητος είσαι προσέτι, και όπου θέλεις πετάς. Στενάζει η Αηδών και απαντά: — Αλλοίμονον! ανεξαρτησία είνε της ψυχής, και ουχί του σώματος αι πτέρυγες.