United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμμιάν φοράν εις αυλικού παρασκαλόνει μύτην, και εύνοια βασιλικήτον ύπνον του μυρίζει. Αυτ' είν' η στρίγλα πώρχεται την νύκτα, και πλακόνει τας νέας, όταν κείτονται ανάσκελατην κλίνην, και τας γυμνάζει να βαστούν των γυναικών το βάρος· αυτ' είν' εκείνη.... ΡΩΜΑΙΟΣ Σώπαινε, Μερκούτιέ μου, σώπα, και διά τίποτε λαλείς.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν, μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις. Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε. ΟΦΗΛΙΑ Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία της αγάπης του, Κύριε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου! Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιντα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.

Εξάδελφέ μου, σοβαρά, λατρεύω μιαν γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αφού δι’ έρωτα λαλείς, έως εκεί μαντεύω. ΡΩΜΑΙΟΣ Περίφημα επέτυχες. Κ' είναι καλή κι’ ωραία! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και θα την ηύρες βέβαια ωραίατο σημάδι. ΡΩΜΑΙΟΣ Όχι· την έσφαλες εδώ. Του Έρωτος τα βέλη δεν την τρυπούν εις την ψυχήν είν' Άρτεμις εκείνη.

Αλλά διατί συ λαλείς τόσον γλυκά; πτηνόν είμαι και εγώ, ουδέποτε όμως ελάλησα ούτω. Φαίνεται ότι συ είσαι πολύ ευτυχής. Διακόπτει το άσμα η Αηδών, και απαντά με φωνήν, από παράπονον γεμάτην: — Όχι, αδελφέ! πολύ δυστυχής είμαι, διά τούτο και ο άνθρωπος ευρίσκει ηδονήν και τέρψιν εις την φωνήν μου.

Τώρα στ' ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος, 110 τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης, που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.

Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς. Κι αρχίζει ο φίλος. — Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτηςένας ως εκεί απάνω — κ' εγώ. Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ' είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο.

Δεν ημπορούσε να καταλαμβάνη τι εμυρμύριζεν ο ιερεύς, μασσών τας λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον . . . . Πολλάκις γάρ του μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν· Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν.

Αν τώρα σύρω το σπαθί, τ' αποφασίζω μόνον, διότι κατεπάτησε τον τόπον μας ο Γάλλος, όχι διότι βοηθεί τον Ληρ, μαζί μ' εκείνους που είχαν ίσως δίκαιον να επαναστατήσουν. ΕΔΜ. Λαλείς τω όντι ευγενώς! ΡΕΓ. Προς τι αυτά τα λόγια; ΓΟΝΕΡ. Αντισταθήτετον εχθρόν συνενωμένοι τώρα! Καιρός διά μαλλώματα δεν είν' αυτός! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ελάτε ν' αποφασίσωμεν λοιπόν το σχέδιον της μάχης.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βάλετην θήκην το σπαθί, κ' εδώ ειρήνην θέλω· ή καν μεταχειρίσου το και συ, να τους χωρίσης. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Κρατείςτο χέρι σου σπαθί, και μου λαλείς ειρήνην! Αυτήν την λέξιν την μισώ, όσον μισώ τον άδην, και όλους τους Μοντέκιδες, και σε! Δειλέ, φυλάξου! ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Ξύλα, κοντάρια, ρόπαλα! Κτυπάτε τους, κτυπάτε! 'ς τον άνεμον, Μοντέκιδες! 'ς την ζάλην, Καπουλέτοι!