Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Αυτό το ζώο είναι νυχτόβιο και δε βγαίνει καθόλου την ημέρα. Ζη υποχθόνιο και τρέφεται με ρίζες φυτών και υποχθόνια έντομα. Υπάρχει παράδοση, ότι μια φορά κι’ έναν καιρό είταν δυο αδέρφια. Ο ένας λέγονταν Μαλώνης κι’ ο άλλος Γκιώνης. Ο πρώτος είταν ζευγίτης κι’ ο δεύτερος πιστικός. Μια μέρα, που θα κούρευαν τα γίδια, ήρθε κι’ ο ζευγίτης να βοηθήση τον πιστικό. Έλειπε ένα βετούλι.
Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.
Σήμερα, τι κακό νέο μου φέρνετε πάλι;» Ο Καριάδος απάντησε: «Βασίλισσα, είσαστε θυμωμένη, και δεν ξέρω γιατί. Αλλά πολύ τρελλός είναι όποιος ταράζεται με τα λόγια σας. Ό,τι κι' αν γίνη με το θάνατο που μου αγγέλλει το νεκροπούλι, να τι κακή είδησι σας φέρνει ο γκιώνης: ο Τριστάνος, ο φίλος σας, είναι χαμένος για σας, Αρχόντισσα Ιζόλδη. Πήρε γυναίκα σ' άλλον τόπο.
Από μακρυά, αχ' το βουκουλιό, ακούγεται φλογέρα. Κάπου βροντάει μια τουφεκιά ή κυνηγού ή δραγάτη, Και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει Του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος. Του κάμπου τάγρια τα πουλιά γυρνούν αχ' τες βοσκές τους, Και μ' άμετρους κελαϊδισμούς μέσ' στα δέντρα κουρνιάζουν· Σκαλώνει ο γκιώνης στο κλαρί και κλαίει τον αδερφό του.
Δε λένε πώς αυτό το πουλί κελαδάει όταν είναι να πεθάνη κανείς; Το θάνατό μου βέβαια αγγέλλει το τραγούδι σας: γιατί πεθαίνω από την αγάπη σας! — Έστω, του είπεν η Ιζόλδη. Μακάρι το τραγούδι, μου να σημαίνη το θάνατό σας, γιατί ποτέ δε μπήκατε δω μέσα χωρίς να μου φέρετε κάποιο κακό μαντάτο. Πάντοτε εγίνατε νεκροπούλι και γκιώνης για να πήτε κακά για τον Τριστάνο.
Ύστερα από κάμποση ώρα το άκουσαν να βελάζη κάτω στο λάκκο. Πάη ο Γκιώνης να το πάρη. Όταν έφτασε στο λάκκο έψαξε δώθε-κείθε, δεν μπόρεσε να το βρη. Γυρίζοντας στο στάλο, που κούρευαν, ακούστηκε πάλε τα βελιατό του βετουλιού. Τον ξαναστέλλει ως μεγαλύτερος ο Μαλώνης το Γκιώνη να πάρη το βετούλι.
Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.
Ξαναπηγαίνει ο Γκιώνης, μεταψάχνει και δε βρίσκει τίποτε και ματαγυρίζει μ’ αδειανά τα χέρια, χωρίς το βετούλι. Και για να μη το πολυλογούμε πήγε κι’ ήρθε πολλές φορές στο λάκκο, χωρίς να βρη και να φέρη το βετούλι. Τότε ο Μαλώνης, θυμωμένος, τραβάει μια το ψαλίδι και σκοτόνει το Γκιώνη, και κινάει για το λάκκο μόνος του να βρη το βετούλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν