United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα.

Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

Ξαναπηγαίνει ο Γκιώνης, μεταψάχνει και δε βρίσκει τίποτε και ματαγυρίζει μ’ αδειανά τα χέρια, χωρίς το βετούλι. Και για να μη το πολυλογούμε πήγε κι’ ήρθε πολλές φορές στο λάκκο, χωρίς να βρη και να φέρη το βετούλι. Τότε ο Μαλώνης, θυμωμένος, τραβάει μια το ψαλίδι και σκοτόνει το Γκιώνη, και κινάει για το λάκκο μόνος του να βρη το βετούλι.

Ένα πρωίπάντα πρωί, ξημερώματανα σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.

Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμετην πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμετην ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45

Ούτε πάλιν πρέπει να παραλείψωμεν τας κινήσεις όσαι είναι άξιαι μιμήσεως, καθώς είναι εις τον τόπον αυτών εδώ των Κουρήτων τα ένοπλα παιγνίδια, εις δε την Λακεδαίμονα των Διοσκούρων. Εις ημάς δε πάλιν η κόρη και δέσποινα Περσεφόνη ευχαριστηθείσα από το παιγνίδι του χορού, ενόμισε ότι δεν πρέπει να παίζη με αδειανά χέρια, αλλά να στολισθή με τελείαν πανοπλίαν και τότε να εκτελέση τον χορόν.