United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επατούσαν τώρα αυτούς τους βράχους του βουνού και εβάδιζαν άλλοτε επάνω εις φαλακράς πέτρας και άλλοτε μέσα εις τα έλατα και πάλιν έξω από αυτά εις τους χλοερούς λειμώνας, πάντοτε διά νέων τοπείων διαρκώς εναλλασσομένων. Γύρω των υψούντο τα χιονώδη όρη, των οποίων τα ονόματα Γιουνγκφράου, Μενχ, Άιγκερ ήσαν γνωστά 'στο κάθε παιδί και δη και εις τον Ρούντυ.

Ρύαξ, γοργός, κατέβαινεν Από κρημνώδους βράχου, Μετά μεγάλου φλοισβισμού, Ροής πολυταράχου, Και κάτω, κάτω έπιπτε Με μέγαν πλαταγμόν. Πέραν δ' αυτού, εις φύλλωμα Μηλέας κυρτοκλάδου, Οι λιγυροί ηκούοντο Λυγμοί καλλικελάδου Τρυγόνος, ήτις έχυνε Ρεμβώδη στεναγμόν. Μακράν που, τάπης, χλοερός Ως σμάραγδος ηπλούτο. Εκεί, όπου τ' ολόγυμνον, Βουνόν εταπεινούτο, Και όπου βράχοι μέγιστοι Υψούντο γηραιοί.

Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες.

Το αντικείμενόν της ούτε ηδυνήθη, ούτε εφρόντιζε να εξακριβώση. Λόγοι δριμείς αντηλλάσσοντο και υψούντο φωναί οργίλαι, μεταξύ δ' αυτών αντέχει επιβλητική και βροντώδης η φωνή του γέροντος εμπόρου. Ο Λιάκος έμενεν έκπληκτος επί της εισόδου. Εγνώριζεν εκ φήμης την αυστηρότητα του Κ. Μητροφάνους, αλλά δεν εφαντάζετο ότι η οργή ηδύνατο να επιτείνη επί τοσούτον την σοβαράν και συνήθως ήσυχον φωνήν του.

Από δέκα δε εις δέκα επάλξεις υψούντο πύργοι μεγάλοι και ίσον πλάτος έχοντες με το τείχος, και κατείχον όλον το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού μετώπου, ούτως ώστε να μη υπάρχη διάβασις πλησίον των πύργων, αλλά να συνέχωνται δι' οπών ανοικτών εις το κέντρον αυτών.

Τούτων τινά υψούντο γραφικώς επί υπερηφάνων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, εν τη θαλάσση, χρυσιζόμενα το θέρος υπ' απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος Βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων τους γρανίτας εις άμμον, ζυμώνων την άμμον εις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.

Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Ευτυχώς εγνώριζε καλώς όλα τα μονοπάτια των πέριξ μερών. Φθάσασα εις ρεύμα τι, όπερ ώφειλε να διαβή, όπως ανέλθη εις το ύψωμα το κείμενον αντικρύ της καλύβης, ησθάνθη φόβον. Το μέρος ήτο σκιερόν και υγρόν, θάμνοι δε και καλαμώνες πυκνοί υψούντο πέριξ. Πάντοτε εφοβείτο να διαβή νύκτα διά του ρεύματος εκείνου. Και δεν ήτο μεν νυξ, αλλ' επέκειτο.

Δεξιά και αριστερά υψούντο βουνά πετρώδη, φαλακρά και απότομα, εις την αντιπέραν δε όχθην ηπλούτο εκτεταμένη έρημος επί της οποίας εχόρευον όλοι οι άνεμοι, εγείροντες βουνούς πελωρίους άμμου.