United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' επιστρέφουσαν εις την πόλιν ηκολούθησες μακρόθεν την Πολύμνιαν, την οποίαν είχες ιδεί μειδιώσαν προς την τρέλλαν του παιδικού σου φίλου, και την είχες ακούσει ψιθυρίζουσαν: «Τι παράξενο παιδί, αυτός ο ΧριστοδουλήςΔεν ήτο αύτη η μόνη φορά, καθ' ην ο Χριστοδουλής ερρίφθη εις το ύδωρ με όλα τα ενδύματά του προ των οφθαλμών της Πολυμνίας ή και χάριν αυτής.

Εκείνη τότε έτρεξε και απεκρύβη κάπου, τη φροντίδι της οικοκυράς, όταν δε ο σύζυγος ανεχώρησε, εξήλθε της κρύπτης, ενηγκαλίσθη με δάκρυα χαράς της καλήν γραίαν, μειδιώσαν πάντοτε, και αφού την ήμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εις τον οίκον της όπου, ευτυχώς, δεν εύρε τον σύζυγον.

Ότε δε παραμερίσασα την μακράν κόμην του επέψαυσα διά των χειλέων το μέτωπόν του, φοβούμενος μη ηπατάτο υπό φάσματος νυκτερινού εψηλάφει την εσθήτα, τας χείρας και την λυτήν κόμην μου ίνα πεισθή ότι ήμην εγώ, ότι την αγίαν Λιόββαν είχεν ημίγυμνον και μειδιώσαν ενώπιον αυτού.

Το έχει ο κόσμος να θέλη να ερωτά, ας είναι και πράγματα οπού δεν τον μέλει. Μολονότι η κυρά Λοξή εξέθεσε την ιδέαν της αφελώς και χωρίς κακίαν, ο έπαρχος εθεώρησεν ως προσβολήν, τρόπον τινά, το μάθημα το οποίον του εδόθη. Δυσηρεστήθη δε τόσω μάλλον, καθόσον στραφείς προς την κομψήν κυρίαν την είδε μειδιώσαν επιδοκιμαστικώς.

Τέλος η κόρη του η Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα και θεατρίνα. Πλην όμως και αυτή αφελής και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους. Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και έν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον και αγγελοθωρούσαν.

Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματά μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.

Μία παράδοσις, χρονολογουμένη από της εποχής των Σταυροφοριών, θέτει την σκηνήν του πειρασμού εις ένα όρος ουχί μακράν της Ιεριχούς, όπερ ωνομάσθη εκ τούτου «ΤεσσαρακοντάςΓυμνόν και άνυδρον ως όρος κατηραμένον, ορθούται αποτόμως εν τω μέσω αυχμηράς και ερήμου πεδιάδος, και δεσπόζει των νεκρών και ασφαλτούχων υδάτων της Σοδομιτικής Θαλάσσης, εις εκπλήσσουσαν αντίθεσιν προς την μειδιώσαν γλυκύτητα του Όρους των Μακάρων και προς το διαυγές κρύσταλλον της Λίμνης της Γεννησαρέτ.