United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τα αυτά επαναλαμβάνει και μετ' ολίγον εις τον Πασχαλάκην, ακροωμένου εκ της κρύπτης του υποδεκανέως: — Τον...! εκείνο το λούστρο! Και όταν μένουν οι δύο, ο Πασχαλάκης με κωμικωτάτην κίνησιν προτείνει τον πόδα προς τον αντεραστήν: — Παιδί, έχεις βερνίκι; Και ούτω καθ' εξής.

ΜΙΚ. Και όμως δεν έπρεπε να κρύπτης τίποτε από άνθρωπον φίλον και συγκάτοικον• δεν λέγω αφέντην.

Ο δε Μανώλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύση: — Δε θέλω να μου λες τέτοια πράμματα, αλλοιώς ... . Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθή ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήση τον πρότερον βίον.

Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο. — Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!

Αι συνθήκαι τας οποίας έκαμνον ορκιζόμενοι επί της κρυπτής τάφρου ήσαν τοιαύται· έως ου η γη αύτη μένει ως έχει, να μένωσι και οι όρκοι των αμετάτρεπτοι. Και οι μεν Βαρκαίοι υπεσχέθησαν να πληρώνωσιν εις τον βασιλέα τον πρέποντα φόρον, οι δε Πέρσαι να μη επιχειρήσωσι πλέον τίποτε κατά της Βάρκης.

Άλλως ήτο πολύ πιθανόν, ο αγροδίαιτος εκείνος να μην είχε προ ημερών ειδήσεις από την πόλιν, και να μην εγνώριζε τίποτε περί του διωγμού, τον οποίον υπέφερεν η Φραγκογιαννού. Μετ' ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ' εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη.

Ο προς την ζωήν ακράτητος έρως μου ενεφύσησεν εν τη ψυχή περίεργον τούτο συναίσθημα; Το βέβαιον είνε ότι μετά τα θεάματα αυτά έβλεπον τρομακτικά όνειρα τας νύκτας. Φαντασθήτε τώρα την θέσιν μου εν τη τραπεζαρία του κυρ-Στρατή. Ενόμιζα πλέον ότι ήμουν εντός νεκρών κρύπτης, φοβεράς κατακόμβης, και ήρχισα ευθύς να βλέπω περί εμέ οστά και κρανία.

ΑΘΗΝΑ. Κ' εγώ, πατέρα μας Κρονίδη ύψιστε, σε ικετεύω, η θεά η γαλανή, η τριτογέννητη. Λέγε και μη μας κρύπτης τίποτε, διά να μάθωμεν κ'εμείς ποιά σκέψις σου πικραίνει την καρδιά και συνταράσσει σου τας σκέψεις, γιατί στενάζεις κι' ωχρός φαίνεσαι. ΖΕΥΣ. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει δυστυχία, κακόν και συμφορά καμμία τραγική που να μην απειλή και τους θεούς με τους ανθρώπους όμοια.

Μία λάμπα αναμμένη εν μέσω, από του θόλου, εφώτιζε το βαθύτατον εκείνο υπόγειον με λάμψεις θαμβάς, κιτρινωπάς λάμψεις, λάμψεις νεκρικής κρύπτης. Θολόστεγον το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Με αψίδας, με καμάρας Βυζαντινάς, με κολώνας Βυζαντινάς, με κεφαλοκόλωνα Βυζαντινών ναών. Αυτό τούτο λείψανον Βυζαντινής Μονής. Ίσως το δοχείον Κοινοβίου αρχαίου, ίσως το μαγειρείον του, ίσως η τράπεζά του.

Εκείνη τότε έτρεξε και απεκρύβη κάπου, τη φροντίδι της οικοκυράς, όταν δε ο σύζυγος ανεχώρησε, εξήλθε της κρύπτης, ενηγκαλίσθη με δάκρυα χαράς της καλήν γραίαν, μειδιώσαν πάντοτε, και αφού την ήμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εις τον οίκον της όπου, ευτυχώς, δεν εύρε τον σύζυγον.