United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά διηγούνται οι Θηβαίοι και προσθέτουν ότι η συμφωνία αύτη επεβεβαιώθη και δι' όρκου· αλλ' οι Πλαταιείς διατείνονται ότι δεν υπεσχέθησαν ν' αποδώσουν αμέσως τους άνδρας, αλλ' ότι απλώς ήσαν εις διαπραγματεύσεις μήπως ήθελον δυνηθή να έλθουν εις συμπέρασμά τι και βεβαιούν ότι ουδόλως ωρκίσθησαν.

Διά ταύτα λοιπόν τον προσκάλεσαν, εζήτησαν την φιλίαν του, τον υπεχρέωσαν με πιστά και με όρκους να τηρήση μυστικήν και να μη φανερώση εις κανένα την προς τους Πέρσας απάτην των, και τω υπεσχέθησαν άπειρα δώρα.

Οι Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία. . . . Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων. — Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα; — Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν διήλθον τότε τα σύνορα.

Αυτό το χέρι που βλέπεις του έστησε μίαν φονικήν παγίδα, την οποίαν δεν θα φανερώσω, αλλά θα την μάθης, όταν θα εκτελεσθή εις τους βράχους των Δελφών. Ο μητροκτόνος θα του δείξηαν θα μείνουν πιστοί εις τον όρκον των οι άνθρωποί μου εις την Πυθικήν γηνότι δεν έπρεπε να πάρη σύζυγον εκείνην την οποίαν υπεσχέθησαν εις εμέ.

Οι σύμμαχοι της Θράκης ήσαν ουχ ήττον εχθροί, και οι Βοιωτοί δεν υπεσχέθησαν ειμή δεκαήμερον ανακωχήν.

Προς μεν λοιπόν τους εν Ιθώμη ήρχισαν τον πόλεμον οι Λακεδαιμόνιοι· οι δε Θάσιοι, πολιορκούμενοι επί τρία έτη, εσυνθηκολόγησαν μετά των Αθηναίων κατεδαφίσαντες τα τείχη και παραδώσαντες τα πλοία υπεσχέθησαν δε να δώσουν αμέσως τα απαιτούμενα χρήματα, να εξακολουθούν και εις το μέλλον πληρώνοντες φόρον, και να εγκαταλείψουν τα εν τη ηπείρω κτήματα και μεταλλεία.

Αι συνθήκαι τας οποίας έκαμνον ορκιζόμενοι επί της κρυπτής τάφρου ήσαν τοιαύται· έως ου η γη αύτη μένει ως έχει, να μένωσι και οι όρκοι των αμετάτρεπτοι. Και οι μεν Βαρκαίοι υπεσχέθησαν να πληρώνωσιν εις τον βασιλέα τον πρέποντα φόρον, οι δε Πέρσαι να μη επιχειρήσωσι πλέον τίποτε κατά της Βάρκης.

Επί τέλους εκρέμασα εις τον θόλον του τάφου μου μίαν μεγάλην καμπάνα, της οποίας η αλυσίδα, όπως μου υπεσχέθησαν, θα επερνούσε από μίαν τρύπαν του φερέτρου και θα ευρίσκετο μέσα εις τα χέρια μου.

Ο αγαθός ιερεύς και η φιλάνθρωπος σύζυγός του συνεκινήθησαν, κατεφίλησαν αυτόν, και τω υπεσχέθησαν το ζητηθέν ψωμίον. Αλλ' η αγαθή καρδία του Πέτρου δεν υπέφερε να βλέπη τον Κώσταν αργόν και αγράμματον.

Διότι δεν τολμώ να είπω ότι αι Μούσαι εκ των δύο τα οποία σου υπεσχέθησαν το μεν σου εδώκαν, ανεκάλεσαν δε το άλλο ήμισυ της υποσχέσεως, δηλαδή την γνώσιν των μελλόντων, μολονότι αυτήν ξαναφέρει πρώτην το ποίημα εις την υπόσχεσιν.