United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξω εις τον υψηλόν εκείνον εξώστην, υψηλόν διότι η οικία είνε κτισμένη επί των βράχων, οίτινες αρχίζουν εκείθεν να πυργούνται εις υπέροχον λοφιάν υπεράνω της στέγηςαντικρύ του ιδικού μας ανατολικού παραθύρου, εις αυτόν εκείνον τον εξώστην, όπου η αδαής όλου του παρελθόντος τούτου μικρά παιδίσκη τραγουδεί το «καράβι- καραβάκι» της, — εκεί είχε λύσει την μανδήλαν κ' ετράβα τα μαλλιά της η Πλουσία, τονίζουσα το σπαρακτικόν μυρολόγι της.

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Μια μάννα, πικρόμαννα έστησε μυρολόγι: «Ανάθεμα σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, Που μου κρατάς τον άντρα μου ακέρια δέκα χρόνια. Κι' εφέτος μ' αποπλάνεψες μου παίρνεις και το γυιό μου!.. »

Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Τι μυρολόγι ήτον εκείνο, το οποίον ηκούσθη εις την γειτονιάν την πρωίαν του Σαββάτου, Ιανουαρίου φθίνοντος του έτους 188... Ήτον η Πλουσία, η δευτερότοκος αδελφή της Ζουγράφως, τριακοντούτης κόρη. Αυτό το όνομα της είχε δώσει ο νουνός της, ίσως από ειρωνείαν της ψυχικής διαθέσεως, επειδή είχε γεννηθή από πάμπτωχον οικογένειαν.

Ποιος να μη δακρύση, να συλλογιστή μονάχα &την πίστη& του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέση που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώση τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφταιγαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δασκάλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ' αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνης στο μυρολόγι!

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είνε άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια. Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς του έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη.

Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι.