United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι δημιούργησαν οι αρχαίοι πολιτισμοί της Ανατολής σε γνώσεις, θρησκευτικές δοξασίες, μύθους και σύμβολα, σε ηθικές αντιλήψεις και σε τέχνη, πολλαπλασιασμένα από την πλούσια ελληνική διανόηση και διυλισμένα από την καθαρή και λεπτή ελληνικήν αισθητική, κατάληξαν στον Όμηρο, σαν απόσταγμα ποίησης, πλαστικότητας και κάλλους.

Κ' επειδή εκείνος ερωτούσε γιατί τα κάνει αυτά και τον επρόσταζε να του ειπή και του ορκιζόταν πως θα του κάνη τη χάρη, ο Γνάθωνας είπε: — Πάει, αφέντη, ο Γνάθωνάς σου· αυτός, που ίσαμε τώρα αγαπούσε μονάχα τα τραπέζια, που προτήτερα ορκιζότανε ότι τίποτε δεν είναι ομορφότερο από το παλιό κρασί, που από τα παιδιά της Μιτυλήνης θαρρούσε καλλίτερους τους μαγέρους σου· τώρα μονάχα ο Δάφνης μου φαίνεται πως είναι όμορφος· και μη δοκιμάζοντας πια τα πλούσια φαγιά σου, αν και κάθε μέρα ετοιμάζονται τόσα κρέατα, ψάρια, γλυκά, με χαρά μου θα γινόμουνα γίδα για να τρώω χορτάρι και φύλλα, ν' ακούω το σουραύλι του Δάφνη και να με βόσκη εκείνος· μα εσύ γλύτωσε τον Γνάθωνά σου και τον ανίκητο έρωτα καταπόνεσέ τον.

Ο Δούκας για να γλυκάνη τον πόνο του διάταξε να του φέρουν στο ιδιαίτερο δωμάτιό του το χαΐδεμένο σκυλλάκι του που με μαγεία στης θλιβερές ώρες, εγοήτευε τα μάτια του και την καρδιά του. Σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο με ευγενική και πλούσια πορφύρα, ετοποθέτησαν το σκυλλάκι του Πτικρού. Ήταν ένα σκυλλί μαγεμένο: μια νύφη το είχε στείλει από το νησί Αβαλλόν στο Δούκα για δώρο ερωτικό.

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Μοντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή 620 Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, 625 Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. 630

Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους.

Η θρησκεία έχει ριζώσει εις την καρδίαν του λαού με όλα τα μεγάλα και πλούσια αγαθά της αλλά και με διαφόρους προλήψεις, τας οποίας η αμάθεια πάντοτε δημιουργεί.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της. — Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι.

Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.