United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν Σαραντάημερο, βλέπεις και όλα τα συντάγματα, των διαβόλων ήσαν πεσμένα στο γιαλό. Και ο βασιλιάς τους ακόμη, που έχει παντοτεινό θρόνο του τη Σαντορίνη, μέσα ήταν κ' εκείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στον πόλεμο και χαλασμό του κόσμου.

Σαστισμένοι μες τη φοβερή την ταραχή, σακατεμένοι από τω σκοπών απάνωθε της τάπιας το λιθοβόλημα τ' αδιάκοπο· άλλοι με τα κεφάλια τους σπασμένα, που έτρεχαν ζουμιά τα αίματα απάνω τους· άλλοι με τις πλάτες χαλασμένες από τις πέτρες τις βαριές, που έπεφταν βροχή απάνωθέ τους· τρομαγμένοι όλοι φοβερά, που οι σκοποί έκραζαν όλη του κάστρου τη φρουρά. &Στα όπλα& και θενά πλάκωναν φουσάτα τόρα οι φαντάροι να τους λυσσάξουνε στο ξύλο λυσσαχτούς, όσους θα ξάνοιγε μες το προάβλιο ο Φρούραρχος· άπλωναν πέρα δώθε, σωστοί δαιμόνοι που ξέβρασε πάνω στη γη ο Άδης, κ' ετρύπωναν όλοι μες τα δωμάτια.

Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν δαιμονισμένα. Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.

Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι στην κασσέλα.

Γιαννιός ο Χούρχουλας τελειώνοντας εγύρισε υπερήφανο βλέμμα, να ιδή και να χαρή με την έκπληξι των συντρόφων του. Πριν αφαιρεμένος στη διήγησί του, με τα μάτια ψηλά σαν ν' ακολουθούσε στον αέρα τα πράγματα που εδιηγόταν και τα φουσάτα που επερίγραφε, δεν είδεν ούτε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματα των ακροατών του. Μα τόρα τους βλέπει όλους γύρω να κοιμώνται και να ροχαλίζουν.

Εσυγκινήθηκαν κ' εφρικίασαν απ άκρη σ' άκρη της παιδικής αχόρταγης περιέργειας τα τρελά τα φουσάτα. Εβγήκε ο Σαντουριέρης μπροστά, κρατώντας τη λάμπα ψηλά στα χέρια. Το χαγιάτι εφωτίστηκε πλούσια στο ξάστερο φως της λάμπας. Έλαμψαν οι τοίχοι του σπιτιού την καθάρια απάνω την ασπράδα τους.

Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα. Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του, για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ' ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα.