United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι άλλοι κάθουντ' ήσυχοι στις θέσεις τους και μένουν, μονάχα ακόμα ο φαφλατάς Θερσίτης θορυβούσε, πούξερε πάντα ένα σωρό παλάβρες ν' αραδιάζει, και με τους πρώτους τάβαζε, τρελά με δίχως τάξη, ότι θα κάνει νόμιζε τους άλλους να γελάσουν. 215 Άλλο πιο μισερό κορμί δεν ήρθε πέρα απ' τ' Άργος.

— Ε! καλά, του είπε, αγαπάτε πάντα τρελά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη του Τούντερ-τεν-τρονκ; — Μάλιστα, κυρία, απάντησε ο Αγαθούλης. Η Μαρκησία συνέχισε μ' ένα τρυφερό μειδίαμα. — Απαντάτε σαν ένας νέος της Βεστφαλίας· ένας Γάλλος θα μούλεγε: είναι αλήθεια, πως αγάπησα την δεσποινίδα Κυνεγόνδη, αλλά βλέποντάς σας, φοβούμαι, μη δεν την αγαπώ πια! — Αλίμονο!

Πυκνές πεντάπυκνες βλάστησες γύρω στο λογκαράκι, και δροσερές ολόδροσες πρασινάδες και χλωρασιές, κρύβουν με ένοχην προσπάθεια και φροντίδα στα χλοερά βάθη τους το εκλησιδάκι το αλειτούργητο· που πνίγει μέσα του τα τρελά παιγνίδια και ταγκαλιάσματα τακόλαστα, τα καφτερά φιλιά και ταναστενάγματα τα παράφορα, τα ερωτικά ορχητά και τα σαρκικά ξεφαντώματα της νέας χωριανής Αφροδίτης.

Με πάτημα γοργό. 1260 Τα διο θηρία τότε Με πόνου στενασμό, Ω τρέλα! λεν' ω γνώμη Χωρίς συλλογισμό! Μαλόσαμαν οι άθλιοι 1265 Σχεδόν ως τη σφαγή, Τοιμάζοντας και μόνον Της Αλουπούς φαγί. Γ έ ρ ο ς και Θ ά ν α τ ο ς. Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγγη, Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε, 1270 Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο, Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη.

Εκείνη ναι, λίγα λεπτά πριν, αλλά η Έστερ; Η Έστερ δεν μπορούσε να είχε νοιώσει την ίδια τρέλα μ’ εκείνη, η Έστερ δεν μπορούσε να καταστρέψει την οικογένεια από αγάπη για εκείνον τον τυχοδιώκτη. Η αλήθεια πέρασε τότε σαν αστραπή από το μυαλό της, την έκανε να πεταχτεί επάνω, να τρέξει εδώ κι εκεί σκοντάφτοντας, τρεκλίζοντας, σαν να την είχε χτυπήσει ένας σωματικός πόνος.

Εγώ όμως, αντίθετα, έπεσα ακόμη πιο χαμηλά, πιο χαμηλά… Με έπιασε όμως κάτι σαν τρέλα. Τώρα όμως άνοιξα τα μάτια και βλέπω πού βρίσκεται η πραγματική σωτηρία.

Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος, του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι «Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα 110 μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι.

Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέραδώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό.

Κοκκίνισε φευγαλέα το μέτωπό της∙ σαν μια φλόγα που λάμπει για μια στιγμή μονάχα κι έπειτα σβήνει μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε από τα βάθη της συνείδησής της η βεβαιότητα ότι κι αυτή θα έκανε, λίγα λεπτά πριν, οποιαδήποτε τρέλα για τον Τζατσίντο. Έπειτα σιωπή, σκοτάδι.