United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή 620 Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, 625 Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. 630

Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξι του πολέμου Ν' αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου, Το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία, Σε απορία βρέθησαν και σε απελπισία. Πηδάν με βια από τα νερά και σ' ένα μέρος τρέχουν· 285 Και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν. Και εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι, Από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει.

Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ως τόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ' ερημιά. Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φανταχτερό το καπέλλο. Σταματά τ' αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάση.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Μόντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.