United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


τα χόρτα το καθίζει Πέρνειτη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει, Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι, Πλένει το στόμα το βουβό καιτα νεκρά τα χείλη Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτειτο πρόσωπο του κλέφτη.

Η ακατανόητος αύτη και υπερανθρώπινος καρτερία παρετάθη μέχρις ου αι σάρκες ήρξαντο καταρρέουσαι υπό σήψεως και απογυμνούσαι το κρανίον. Τότε ο Λαμπέτης αλλά τότε μόνον, απεφάσισε να χωρισθή από του νεκρού και φθάσας εις Παλάτια άνωθεν του χωρίου Πέντε Ορίων, ανέσκαψε την γην παρά τους πόδας αποτόμου πέτρας και ενεταφίασε την κάραν.

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά

Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη 'Στήν αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι' ο Αμπελογιάννης Με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του. Ο Κωσταντάρας πώφερνετον ώμο το παιδί του Σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, Γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του.

Κατά την νεκρώσιμον ταύτην περιοδείαν, οσάκις ο Λαμπέτης, ασθμαίνων, κεκμηκώς, ανεπαύετο παρά ταις πηγαίς υπό την σκιάν των δένδρων, ετοποθέτει απέναντι αυτού την τάλαιναν κεφαλήν, και αφού την περιέβρεχε διά των δακρύων του, εδιχοτόμει τον επιούσιον αυτού άρτον, και απένεμεν εις τον νεκρόν το σιτηρέσιον, εδρόσιζε τα άφωνα χείλη διά καθαρού ύδατος, την κατέθετε πάλιν εντός του σάκκου και εβάδιζεν.

Πρωτοπαλλήκαρον αυτού υπήρξεν ο Λαμπέτης εκ Βουνιχώρας. Έν τινι δε συμπλοκή θανατηφόρως πληγωθείς ο Αστραπόγιαννος, εστράφη προς τον πιστόν τούτον συναγωνιστήν και εξητήσατο παρ' αυτού να αποκόψη την κεφαλήν και απαλλάξη αυτήν από των ύβρεων των πολεμίων.

Εν αρχή του «Αστραπόγιαννου» ευρίσκομεν ετέραν ουχ ήττον εναργή ομοιότητα προς την θαυμασθείσαν εικόνα των Ψαλμών «η οδός αυτού σκότος και ολίσθημα και άγγελος διώκων αυτόν. » Ούτως εδιώκετο εν ζοφερά νυκτί επί ατραπού εκ του αίματος ολισθηράς και ο δυστυχής Λαμπέτης υπό σπείρας Αλβανών: Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι. Εμπρός τρισκότειδο και πίσω εχθροί.