United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε· και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω! Γυνή ω πόσο διεστραμμένη!

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»

Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί; — Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν.

Ε, πόθεν έρχεσαι, ω Κουλούφ, του είπεν ο Βασιλεύς, ευθύς που τον είδε· τι εγίνηκες εχθές, και δεν εφάνης καθόλου προς εμένα; Αυθέντα, του απεκρίθη ο Κουλούφ, οπόταν η βασιλεία σου θέλει μάθει τα όσα μου εσυνέβηκαν, θέλει με συμπαθήσει που δεν ήλθα· και τον ίδιον καιρόν του εδιηγήθη τα όσα του ηκολούθησαν· είναι αδύνατον, του είπεν ο Βασιλεύς, τούτη η Κυρά να είναι τόσον ωραία, καθώς μου διηγάσαι· εσύ μου μιλείς με τόσην ζωντανωσύνην, που με κάνει να μην το πιστεύω.

Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο 390 πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει. Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης, άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος, και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει 395 μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του.