Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τηνε γλύτωσε ο γέρο Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ' αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πη πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ' έπαιρναν τα δάκρια κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα.
«Καβάλλα απάνω σ' ένα γερό, ώμορφο και ψηλό άλογο, και κουκουλωμένος με μια μεγάλη καππότα, έμπαινα με μεγάλη χαρά στα πολυπόθητα σύνορα του χωριού μου, ύστερα από νυχτοπερπάτημα δέκα πέντε ωρών, δρόμο δέκα πέντε μερών και ξενιτειά δέκα πέντε χρονών, μακρυά, πολύ μακρυά, σε ξένα σύνορα και σε ξένα βασίλεια....
Αφού στους φίλους μέσα γνώρισα την ψυχή σου, και πόσο μίσος είχες για μένα αισθανθή, αν έμπαινα μια μέρα και στο δικό σου σπίτι, θα μ'έστελνες στον Άδη με δίχτυα δολερά.
Αντίπερα Να πάω, να περάσω Δεν 'πόρεγ' αν δεν έμπαινα 'Πό μέσα του. Και 'μπαίνω. Και 'μπαίνω ως τα γόνατα. 'Σ την άκρη πέρα 'βγαίνω, Κ' εκεί είδα άλλον δαίμονα Μαύρον ωσάν το ράσο. Εκείνος μ' είδε· φώναξε, Τι θέλω, τι ζητάω· Κ' εγώ τον απεκρίθηκα: « Αδέλφι μου, δεν 'ξέρω » Εδώ κ' εγώ πού 'βρίσκομαι·» Μούπε: «Σ' αυτό το μέρο » Δεν 'ξέρεις πως τ' Αλή-Πασσά · » Τη φυλακή φυλάω;...»
Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια. — Και ποιος θα σου πάρη τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσης; — Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο είταν έν' άσπρο γατάκι κ' έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλυστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.
Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτε — κάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.
Γυρεύουμε τόπο ν' αρράξουμε· πού ν' αρράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά — μεγάλα ήσαν αρραγμένα εκεί· χωριστά πεντέξη βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά επίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ως τόσο ήρθεν ο πιλότος και μας άρραξε σε μία άκρη, κατά τα Κοκκινάδια.
Όταν έβγαινα ή έμπαινα στο σπίτι σου του έστελνα χίλια φιλήματα· χίλιες φορές του διηύθυνα ένα σημείο χαιρετισμού. »Έχω παρακαλέσει τον πατέρα σου σ' ένα γραμματάκι να προστατέψη το λείψανό μου. Στο κοιμητήριο είναι δύο φιλύρες, πίσω στη γωνία προς τον κάμπο. Εκεί θέλω να ησυχάσω. Μπορεί να το κάμη, και θα το κάνη για το φίλο του. Παρακάλεσέ τον και συ.
Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.
Εγώ τότες έπαιρνα ταποκαλαμίδι, και σαν έρριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγανιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν. Ταπόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψη. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσης να δης βράδιαζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν