United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρι να τον πάρη του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακκουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δες του ένα ολόχαρο αλήχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.

Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνήσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος.

Ας μην τους ταράξωμε την ευτυχία τους. Έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Αύριον θ' ανήκουν ο ένας εις τον άλλον. Έλα να κρυφθούμε. ΜΙΣΤΡΑΣΤάσσο, με συγκινείς. Σου τορκίζομαι. ΦΛΕΡΗΣΈλα, έλα να κρυφθούμε πίσω από τα δέντρα. Η Δώρα φαίνεται φοβισμένη και κοντοστέκεται πάντα κάθε λίγο. ΝΙΚΟΣΜη φοβάσαι αγάπη μου. Κανένας δεν είναι εδώ τέτοιαν ώραν . . . Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι, όχι.

Η τέλεια της η συμμετρία της έσωνε. Δεν άργησε να ζυγώση τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί αποκάτω καθίζει, και γεύεται ταπλοϊκό της φαγεί. Άψε σβύσε το γιόμα της. Λες κ' είτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα.

Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στό στόμα του. — Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα. Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν. Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους. Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε. Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται. — Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.

Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια. — Και ποιος θα σου πάρη τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσης; — Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο είταν έν' άσπρο γατάκι κ' έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλυστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.