United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα.

Σέρνει κι' ο αητός παρόμοιαν, Κι' ανοίγει τα φτερούγια του και χαμηλώνει ολίγο, Κ' ύστερα πάλι ασηκώνεται κι' ολόρθος απομένει Ασάλευτος και σιωπηλός ωσάν μαρμαρωμένος. Κάποτε εμπρός τουτους γκρεμούς διαβαίνουν περιστέρια Και πέρδικες κι' άλλα πουλιά των λαγκαδιών, των βράχων, Και δεν τα καταδέχεται και δεν τα κυνηγάει ... Βοήν και ποδοβολητό ξάφνου τ' αγέρει φέρνει, Ακούεται κ' ένα σούριγμα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560 και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565 και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν αληθινά τελεσφορούνεκείνον 'που τα βλέπει. πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθεεμέ δεν ήλθε· αχ! πόσην θα 'φερνε χαράεμέ καιτο παιδί μου. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε τοτον νου σου· 570 έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα αυταίς 'που κείνος έσταινετα μέγαρά του αξίναις δώδεκα όλαιςτην σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575 τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580 οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι τηςτη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανετον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάςτα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τουςτης εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνειτην αυλή, Θωράτε τον.

Τέτοιες γαλήνιες στη ζωή στιγμές κι εσέ αν σου μένουν χάρου τις ως χαιρόμαστε γοργό όνειρο, ψυχή, και σα να μη σε γγίζουν καν οι άλλες ας διαβαίνουν ως στον ολόγλαυκο ουρανό του ανέμου η ταραχή. Μες στα όνειρά μου πέρασες ένα και συ όνειρο μου· ήταν η λάμψη μιας στιγμής, μια λάμψη όπως και συ, και μου είναι ως να σε απάντησα στο γύρισμα ενός δρόμου, ενώ μια δύση χύνονταν στον ουρανό χρυσή.

Σ' εποχή καιρών και χρόνων Των παμπάλαιων αιώνων Οι Λαγοί αποσταμένοι Μια ζωή βασανισμένη Να διαβαίνουν εξαιτίας Της μεγάλης τους δειλίας, Στην απελπισία φτάνουν Να προκρίνουν να πεθάνουν· Κι' ένα τέλος πλιο να φέρουν Στα δεινά οπού υποφέρουν. Λεν, 'ς της γης αυτήν τη σφαίρα Τα κακά 'που πάσα ημέρα Κακορρίζικοι τραβούμε Σ' άλλα ζώα δε θωρούμε.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

« Ομέρ-Βριώνης κι' ο Κιοσσέ » Μεχμέτ-πασσάς διαβαίνουν » Το ποταμάκι της Γραβιάς » Με δώδεκα χιλιάδες. » Από μακριά τους φώναζα: » — Παλιαιότουρκοι! . . . Αγάδες! » Σταθήτε! . . . Πού πηγαίνετε; . . . — » Όμως αυτοί προβαίνουν

Μα ένας του τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται.

Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.