United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ω φίλε, αυτότην γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».

Εγώ θα σου πω τάχα ποτέ μου πως δεν είναι αδέρφια όλοι του κόσμου οι λαοί; Μήπως δεν το ξέρουμε πως ο καθένας κάτι μαθαίνει, κάτι χαρίζει του αλλουνού; Ίσα ίσα γι' αφτό, παιδί μου, προτού να μιλής, προτού να μας κάμης τον περήφανο, θαρρώ πως πρέπει να γυρέψης να δης τι κρύβγει μέσαθέ του ο δικός σου ο λαός, που δεν το σκάλιξες ως τώρα, και τότες πια να καταλάβης αν από το λαό το δικό σου δεν μπορεί να ξανοίξη ο νους, να πολλαπλασιαστή, που λες, κ' η ψυχή των αλλωνώνε.

Ο Καλάφ επήγε γυρίζοντας εις όλες τες ράχες και βράχους χωρίς να ημπορέση να ξανοίξη καμμίαν στράταν, όθεν μένοντας πολλά θλιμμένος έπεσεν εις τα γόνατα, και μετά θερμών δακρύων επικαλούνταν την βοήθειαν του Ουρανού· έπειτα σηκωνόμενος εξαναγύρισε πάλιν διά να ξαναζητήση καμμίαν οδόν.

Το λουλούδι, άμα ξανοίξη, δείχτει στον καθέναν την ομορφιά του, κι ο κόσμος δεν έχει παρά να το κοιτάξη για να χαρή. Όταν είναι κρυμμένο κάτω στη γις, όταν ακόμη δε βγήκε και κάθεται όλο μαζί στο σπόρο του μαζωμένο, τότες είναι που αξίζει να διούμε με τι τρόπο γεννιέται και πως μεγαλώνει.

Εφαντάζετο ότι η προθυμία αύτη ήτο εκ σεβασμού και αβροφροσύνης προς αυτόν, ως πρόκριτον εκ καλής οικογενείας του τόπου. Όλον τον χρόνον δεν του έλειπον οι εργάται. Είχε δύο βουνά ολόκληρα να καλλιεργήση. Είχε να ξανοίξη, να ξεσκαλώση, να θαμνέψη, να βοτανίση, να φυτέψη, να θηλιάση, να οργώση.

Εκεί, έμενε κ' εκύτταζε το πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι' αγνάντευε, ζητούν να ξανοίξη πουθενά την βάρκαν. Κ' έκλαιεν η ψυχή του μέσα βαθειά, κ' εδάκνετο η καρδία του, διότι είχε κάμει παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του. Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και πάλιν έπαυσε.

ΑΝΤΩΝ. Ω! αυτή η καμμιά σου ελπίδα πόσο μεγάλη σου γεννάει άλλην ελπίδα! Η καμμιά σου ελπίδα κατοικεί, σου δείχνει αλλού μία τόσο υψηλή, ώστε η ίδια φιλοδοξία δεν είναι αρκετή να ξανοίξη τίποτε παρέκει, και εις το εύρεμά της ακόμη απορεί. Ομολογείς μ' εμέ πως ο Φερδινάνδος επνίγη; ΣΕΒΑΣΤ. Πάει. ΑΝΤΩΝ. Τώρα, λέγε μου, κατόπι του ποιος είναι ο διάδοχος εις την βασιλεία της Νεάπολης;

Έχει δίκιο άντα εύρη Εις τον άλλον μιαν αιτία· Κάπως ευλογοφανή, Να χορταίνη, όπως ξεύρει Της καρδιάς του τη μανία, Να σηκόνη τη φωνή. Εις εσένα, φίλε, όμως, Φτόνου πιο μικρό σημάδι Να ξανοίξη ημπορεί; Και σ' εσένα! που ο Μώμος Αλαφρότατο ψηγάδι Να κολήση απορεί.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.