United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτή έκανε τους εξορκισμούς της, βλέπομεν ημείς και εβγαίνει φωτιά από την μίαν γαράφαν, και από την άλλην ένας καπνός μαύρος και πολλά πυκνός, ο οποίος σηκωνόμενος, και εξαπλωνόμενος εις τον αέρα, έγινεν αιφνιδίως μία φοβερά βροντή, η οποία αφού και έπαυσε δεν εφάνη πλέον να έβγη τίποτε από τες γαράφες.

Τότε σηκωνόμενος, με την βοήθειαν του καλού γλωσσίτουτον οποίον εφιλοδώρησα καλά διά την αδελφικήν του φροντίδακαι καθήμενος εις το μικρόν προαύλιον της κατοικίας μου, με πίστιν τελείαν ότι θα απολαύσω πάλιν το φως μου, εσυλλογιζόμουν την επάνοδον κ' έλεγα: Τάχα θα με συγχωρήση η Θωμαή μου; Θα μου συγχωρήση τα λόγια που της είπα όταν έφευγα; Με τι μάτια θα την ιδώ; Τι θα της ειπώ; θα της ειπώ ότι είχα χάσει τα λογικά μου.

Δείχνει ίχνη παλιάς ωμορφιάς, λίγο μαραμένης, το βλέμμα της είναι κουρασμένο και τα κινήματά της σοβαρά κ' επίσημα, δίνουν μια αριστοκρατική έκφραση στο σύνολό της. Χαιρετάει με κλίσι του κεφαλιού διαφόρους γνωστούς της και προχωρεί ζητώντας να βρη παράμερα κάποιο κάθισμα. Ο Φλέρης καθώς περνάει τη χαιρετάει με αδιόρατη ταραχή, σηκωνόμενος απ' τη θέση του, καθώς κι' ο ανθυπολοχαγός.

Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός, σε παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν πολλά μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από το να τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου· ημπορώ μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου μου· ότι με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον δυστυχής των ανθρώπων.

Και αφού διά αρκετόν διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν άφαντος από τα μάτιά μου.

Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.

Ο Καλάφ επήγε γυρίζοντας εις όλες τες ράχες και βράχους χωρίς να ημπορέση να ξανοίξη καμμίαν στράταν, όθεν μένοντας πολλά θλιμμένος έπεσεν εις τα γόνατα, και μετά θερμών δακρύων επικαλούνταν την βοήθειαν του Ουρανού· έπειτα σηκωνόμενος εξαναγύρισε πάλιν διά να ξαναζητήση καμμίαν οδόν.

Ο Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με προστάξης.

Το ταχύ σηκωνόμενος επήγεν εις την αγοράν, και εκεί ερώτησεν ένα ράφτην διά να του δείξη πού κατοικεί ο Αμπτούλ· Ε! από πού έρχεσαι εσύ, του απεκρίθη ο ράφτης, και δεν ηξεύρεις πού κατοικεί ο Αμπτούλ; το σπήτι του είνε γνωστόν εις όλους περισσότερον από το σαράγι του βασιλέως.

Και ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου τόπον όλος χαρά.